Μπορεί ο διαπρεπής καθηγητής Χρήστος Ροζάκης να «αποκηρύχθηκε» από το υπουργείο Εξωτερικών και να μην ανανεώθηκε η θητεία του ως επικεφαλής του Επιστημονικού Συμβουλίου λόγω των δηλώσεών του περί «απομακρυσμένου Καστελόριζου», ωστόσο ο ίδιος, με τη δημόσια δράση και την αρθρογραφία του, συνεχίζει να «προσφέρει» επιχειρήματα στην κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει επί του διεθνούς διπλωματικού πεδίου την τουρκική προκλητικότητα. Μάλιστα, ο Neo πληροφορείται ότι το πρόσφατο άρθρο του στα «Νέα» με τίτλο «Πού βρίσκεται η τουρκική παρανομία» όχι μόνο διαβάστηκε ενδελεχώς στο υπουργείο Εξωτερικών, αλλά αυτοί που έπρεπε… κράτησαν και σημειώσεις!
Στο άρθρο αυτό, ο Ροζάκης ανατέμνει όλες τις δηλώσεις και πράξεις της Τουρκίας για να τεκμηριώσει την τουρκική παρανομία, δίνοντας εν πολλοίς «γραμμή» στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών.
Αναλυτικά, το άρθρο του Χρήστου Ροζάκη έχει ως εξής:
«Οι τουρκικές προκλήσεις τον τελευταίο μήνα κλιμακώνονται όλο και πιο έντονα, με απόγειο τις δηλώσεις Ερντογάν, Τσαβούσογλου και άλλων αξιωματούχων του κράτους, που απειλούν ευθέως την Ελλάδα με επιβολή στρατιωτικών μέτρων, τη χρήση βίας, αν η Ελλάδα δεν συνετιστεί.
«Οι τουρκικές προκλήσεις τον τελευταίο μήνα κλιμακώνονται όλο και πιο έντονα, με απόγειο τις δηλώσεις Ερντογάν, Τσαβούσογλου και άλλων αξιωματούχων του κράτους, που απειλούν ευθέως την Ελλάδα με επιβολή στρατιωτικών μέτρων, τη χρήση βίας, αν η Ελλάδα δεν συνετιστεί.
Αυτές οι δηλώσεις από μόνες τους αποτελούν παραβίαση της αρχής απαγόρευσης απειλής και χρήσης βίας, που προβλέπεται στο Αρθρο 2 παρ. 4 του Καταστατικού των Ηνωμένων Εθνών, και έχει ταυτόχρονα αναχθεί σε κανόνα γενικού εθιμικού δικαίου, με καταναγκαστική ισχύ (jus cogens). Εξάλλου και η απειλή ότι σε περίπτωση που η Ελλάδα ασκήσει το νόμιμο δικαίωμά της να επεκτείνει στα 12 ν.μ. την αιγιαλίτιδα ζώνη της θα έχει ως συνέπεια να θεωρηθεί αυτό casus belli, όπως πολύ μελοδραματικά έχει αποφασίσει η Τουρκική Εθνοσυνέλευση, και το έχει πρόσφατα υπενθυμίσει ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, αποτελεί απειλή χρήση βίας , που δεν καλύπτεται από την έννοια των νόμιμων αντίμετρων, που κάθε κράτος μπορεί να λάβει, σε περίπτωση που θίγονται δικαιώματά του από παράνομες πράξεις τρίτου κράτους.
Αλλά η Τουρκία δεν έχει, κάθε άλλο μάλιστα, απαρνηθεί τη χρήση βίας, ως μέσο άσκησης διεθνούς πολιτικής.
Αλλά κι αν υποθέσουμε ότι οι τουρκικές δηλώσεις έχουν συγκαλυμμένα εκφραστεί, ώστε να μη συνιστούν άμεση απειλή προς την Ελλάδα (πράγμα δύσκολο να γίνει κατανοητό, ιδιαίτερα μετά τις τελευταίες αναφορές του επικεφαλής του κράτους, Προέδρου της Δημοκρατίας), οι έμπρακτες ενέργειες του «Ορούτς Ρέις» αρκούν για να στοιχειοθετήσουν την παρανομία. Πράγματι με την τρίτη κατά σειρά επέκταση της NAVTEX, που μόλις χθες ανακοινώθηκε, η Τουρκία παραβιάζει βάναυσα το Δίκαιο της Θάλασσας. Πού βρίσκεται η παραβίαση;
Η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982, η οποία έχει μετατραπεί και σε εθιμικό δίκαιο, τουλάχιστον ως προς τις ουσιαστικές διατάξεις της, και συνεπώς δεσμεύει και την Τουρκία, η οποία δεν την έχει επικυρώσει, προβλέπει ότι αποκλείονται μονομερείς οριοθετήσεις δύο τουλάχιστον θαλασσίων ζωνών, αυτή της υφαλοκρηπίδας (Αρθρο 84) και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ, Αρθρο 73). Για το θέμα της οριοθέτησης προβλέπουν τα άρθρα αυτά τη συμφωνία μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών στην περιοχή, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, και η οποία (συμφωνία) θα πρέπει να αποδίδει ένα δίκαιο (ευθύδικο) αποτέλεσμα. Φυσικά εξυπακούεται ότι το δίκαιο αποτέλεσμα δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από τη στιγμή που τα δύο μέρη συναινέσουν στο περιεχόμενο της συμφωνίας, και χαράξουν την οριοθετική γραμμή της αρεσκείας τους. Μετά την οριοθέτηση μπορεί να ακολουθήσει η κατάθεση συντεταγμένων, και τα δύο κράτη να προχωρήσουν στην εξερεύνηση και εκμετάλλευση του δικού τους τμήματος της υφαλοκρηπίδας ή ΑΟΖ.
Η ενέργεια της Τουρκίας να προχωρήσει μονομερώς σε έρευνες της υφαλοκρηπίδας, με την πρόφαση ότι αυτή είναι δική της έρχεται σε αντίθεση με τη Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας, και με το γράμμα και πνεύμα των σχετικών άρθρων της. Γιατί, βεβαίως, δεν διατείνεται πως κάνει έρευνες στους βυθούς ανοικτών θαλασσών, πράγμα που θα ήταν επιτρεπτό (αν και σήμερα μετά την επέκταση της υφαλοκρηπίδας στα 200 ν.μ. από τις ακτές των παράκτιων κρατών και την αντίστοιχη υιοθέτηση της ΑΟΖ, κανείς μπορεί να αμφισβητήσει το νόμιμο δικαίωμα ενός κράτους να κάνει χρήση του συστατικού στοιχείου της ελευθερίας των θαλασσών, το δικαίωμα στην έρευνα ενός τμήματος της ανοιχτής θάλασσας, και να προχωρήσει στην άσκησή του) και νόμιμο. Κάτι που, πάντως η Τουρκία δεν διατείνεται, αναφερόμενη πως κάνει έρευνες στη δική της υφαλοκρηπίδα. Που δεν έχει οριοθετηθεί και συνεπώς δεν υφίσταται δικαίωμα πάνω σε αυτήν.
Είναι σαφές ότι το Δίκαιο της Θάλασσας θεωρεί ότι το κυριαρχικό δικαίωμα στην υφαλοκρηπίδα ενυπάρχει ipso facto και ab initio (εξ υπαρχής). Κατά συνέπεια, θεωρητικά, η Τουρκία δικαιούται να εξερευνήσει την υφαλοκρηπίδα της, αφού υφίσταται εξ υπαρχής, και χωρίς οριοθέτηση. Ο κανόνας, όμως, αυτός ισχύει για τα κράτη που δεν βρίσκονται σε θάλασσες φυσικής στενότητας, και που μπορούν να εξερευνήσουν και εκμεταλλευθουν τον θαλάσσιο και υποθαλάσσιο πλούτο κατά το δοκούν. Εκεί που η θάλασσα δεν προσφέρει τετρακόσια μίλια από τις αντίστοιχες ακτές των αντικείμενων κρατών (δύο φορές τα 200 ν.μ.). τότε το οριστικό δικαίωμα στην εξερεύνηση και εκμετάλλευση αποκτάται μόνο με προηγούμενη οριοθέτηση. Αυτή η ουσιαστική διαφορά μεταβάλλει τις ενέργειες της Τουρκίας σε βάναυσα παράνομες.
Συνεπώς η Τουρκία επιχειρεί με το «Ορούτς Ρέις» σε περιοχές όπου εικάζει ότι έχει δικαιώματα, ενώ έχει απλώς διεκδικήσεις. Τη στιγμή μάλιστα που η περιοχή στην οποία επιχειρεί έχει θεωρηθεί ότι ανήκει στην Ελλάδα και αφορά και σε τμήματα οριοθετημένα από την Κυπριακή Δημοκρατία. Κι εδώ βρίσκεται το πρόβλημα που καλεί σε οριοθέτηση. Η περιοχή αυτή που η Ελλάδα θεωρεί ότι της ανήκει, ως εκ του γεγονότος της πλήρους επήρειας των ανατολικών ακτών της Ρόδου, Καρπάθου και Κρήτης, και των νότιων του συγκροτήματος του Καστελλορίζου, της δίνει δυνατότητα να επεκταθεί ως το σημείο αυτό και να διεκδικήσει υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Η Τουρκία αρνείται ότι η Ελλάδα, με τη χρήση των παραπάνω ακτών, ως γραμμών βάσης, έχει τέτοιας έκτασης επήρεια. Στην ουσία αποδίδει στις ακτές αυτές μηδενική επήρεια.
Αυτή η ριζική διάσταση απόψεων δύσκολα γεφυρώνεται με τον διάλογο. Εκτός αν η Ελλάδα κάνει δραστικές υποχωρήσεις στο Αιγαίο προκειμένου να κερδίσει ικανοποιητική επήρεια για τα νησιά αυτά. Κάτι που φαντάζει εξωπραγματικό, κάτω από τις σημερινές συγκυρίες. Κατά συνέπεια πιθανότερη εξέλιξη είναι να μετατραπεί ο διάλογος για διερευνητικές σε διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συνυποσχετικού, με στόχο την παραπομπή της υπόθεσης οριοθέτησης θαλάσσιων ζωνών στο Αιγαίο Πέλαγος και στην Ανατολική Μεσόγειο στο Διεθνές Δικαστήριο. Το οποίο με τη μακρά και πολύχρονη εμπειρία που διαθέτει σε θέματα οριοθετήσεων μπορεί να είναι ο καταλύτης στην εξεύρεση λύσης στη διαφορά αυτή. Και στους αρνητές αυτής της λύσης που χρόνια τώρα επικαλούνται το επιχείρημα ότι το Διεθνές Δικαστήριο δεν είναι το κατάλληλο όργανο να λύσει τη διαφορά, γιατί επικρατεί η άποψη ότι θέλει πάντα να ικανοποιήσει και τους δύο διαδίκους, και συνεπώς ότι θα γίνουν ταχυδακτυλουργίες με αποτέλεσμα τη μείωση των όσων δικαιούμαστε, η απάντηση είναι ότι η ίδια η νομολογία του δεν παρουσιάζει τέτοια ενδεχόμενα στις λύσεις που επιτάσσει. Και σε κάθε περίπτωση, δεν αξίζει τον κόπο μια δικαστική απόφαση να μας δώσει οριστικές λύσεις στις χρόνιες διαφορές μας και να αντικαταστήσει μια θάλασσα ρήξεων και διαφορών σε μια θάλασσα ειρήνης και διεθνούς συνεργασίας;».
Αλλά η Τουρκία δεν έχει, κάθε άλλο μάλιστα, απαρνηθεί τη χρήση βίας, ως μέσο άσκησης διεθνούς πολιτικής.
Αλλά κι αν υποθέσουμε ότι οι τουρκικές δηλώσεις έχουν συγκαλυμμένα εκφραστεί, ώστε να μη συνιστούν άμεση απειλή προς την Ελλάδα (πράγμα δύσκολο να γίνει κατανοητό, ιδιαίτερα μετά τις τελευταίες αναφορές του επικεφαλής του κράτους, Προέδρου της Δημοκρατίας), οι έμπρακτες ενέργειες του «Ορούτς Ρέις» αρκούν για να στοιχειοθετήσουν την παρανομία. Πράγματι με την τρίτη κατά σειρά επέκταση της NAVTEX, που μόλις χθες ανακοινώθηκε, η Τουρκία παραβιάζει βάναυσα το Δίκαιο της Θάλασσας. Πού βρίσκεται η παραβίαση;
Η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982, η οποία έχει μετατραπεί και σε εθιμικό δίκαιο, τουλάχιστον ως προς τις ουσιαστικές διατάξεις της, και συνεπώς δεσμεύει και την Τουρκία, η οποία δεν την έχει επικυρώσει, προβλέπει ότι αποκλείονται μονομερείς οριοθετήσεις δύο τουλάχιστον θαλασσίων ζωνών, αυτή της υφαλοκρηπίδας (Αρθρο 84) και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ, Αρθρο 73). Για το θέμα της οριοθέτησης προβλέπουν τα άρθρα αυτά τη συμφωνία μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών στην περιοχή, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, και η οποία (συμφωνία) θα πρέπει να αποδίδει ένα δίκαιο (ευθύδικο) αποτέλεσμα. Φυσικά εξυπακούεται ότι το δίκαιο αποτέλεσμα δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από τη στιγμή που τα δύο μέρη συναινέσουν στο περιεχόμενο της συμφωνίας, και χαράξουν την οριοθετική γραμμή της αρεσκείας τους. Μετά την οριοθέτηση μπορεί να ακολουθήσει η κατάθεση συντεταγμένων, και τα δύο κράτη να προχωρήσουν στην εξερεύνηση και εκμετάλλευση του δικού τους τμήματος της υφαλοκρηπίδας ή ΑΟΖ.
Η ενέργεια της Τουρκίας να προχωρήσει μονομερώς σε έρευνες της υφαλοκρηπίδας, με την πρόφαση ότι αυτή είναι δική της έρχεται σε αντίθεση με τη Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας, και με το γράμμα και πνεύμα των σχετικών άρθρων της. Γιατί, βεβαίως, δεν διατείνεται πως κάνει έρευνες στους βυθούς ανοικτών θαλασσών, πράγμα που θα ήταν επιτρεπτό (αν και σήμερα μετά την επέκταση της υφαλοκρηπίδας στα 200 ν.μ. από τις ακτές των παράκτιων κρατών και την αντίστοιχη υιοθέτηση της ΑΟΖ, κανείς μπορεί να αμφισβητήσει το νόμιμο δικαίωμα ενός κράτους να κάνει χρήση του συστατικού στοιχείου της ελευθερίας των θαλασσών, το δικαίωμα στην έρευνα ενός τμήματος της ανοιχτής θάλασσας, και να προχωρήσει στην άσκησή του) και νόμιμο. Κάτι που, πάντως η Τουρκία δεν διατείνεται, αναφερόμενη πως κάνει έρευνες στη δική της υφαλοκρηπίδα. Που δεν έχει οριοθετηθεί και συνεπώς δεν υφίσταται δικαίωμα πάνω σε αυτήν.
Είναι σαφές ότι το Δίκαιο της Θάλασσας θεωρεί ότι το κυριαρχικό δικαίωμα στην υφαλοκρηπίδα ενυπάρχει ipso facto και ab initio (εξ υπαρχής). Κατά συνέπεια, θεωρητικά, η Τουρκία δικαιούται να εξερευνήσει την υφαλοκρηπίδα της, αφού υφίσταται εξ υπαρχής, και χωρίς οριοθέτηση. Ο κανόνας, όμως, αυτός ισχύει για τα κράτη που δεν βρίσκονται σε θάλασσες φυσικής στενότητας, και που μπορούν να εξερευνήσουν και εκμεταλλευθουν τον θαλάσσιο και υποθαλάσσιο πλούτο κατά το δοκούν. Εκεί που η θάλασσα δεν προσφέρει τετρακόσια μίλια από τις αντίστοιχες ακτές των αντικείμενων κρατών (δύο φορές τα 200 ν.μ.). τότε το οριστικό δικαίωμα στην εξερεύνηση και εκμετάλλευση αποκτάται μόνο με προηγούμενη οριοθέτηση. Αυτή η ουσιαστική διαφορά μεταβάλλει τις ενέργειες της Τουρκίας σε βάναυσα παράνομες.
Συνεπώς η Τουρκία επιχειρεί με το «Ορούτς Ρέις» σε περιοχές όπου εικάζει ότι έχει δικαιώματα, ενώ έχει απλώς διεκδικήσεις. Τη στιγμή μάλιστα που η περιοχή στην οποία επιχειρεί έχει θεωρηθεί ότι ανήκει στην Ελλάδα και αφορά και σε τμήματα οριοθετημένα από την Κυπριακή Δημοκρατία. Κι εδώ βρίσκεται το πρόβλημα που καλεί σε οριοθέτηση. Η περιοχή αυτή που η Ελλάδα θεωρεί ότι της ανήκει, ως εκ του γεγονότος της πλήρους επήρειας των ανατολικών ακτών της Ρόδου, Καρπάθου και Κρήτης, και των νότιων του συγκροτήματος του Καστελλορίζου, της δίνει δυνατότητα να επεκταθεί ως το σημείο αυτό και να διεκδικήσει υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Η Τουρκία αρνείται ότι η Ελλάδα, με τη χρήση των παραπάνω ακτών, ως γραμμών βάσης, έχει τέτοιας έκτασης επήρεια. Στην ουσία αποδίδει στις ακτές αυτές μηδενική επήρεια.
Αυτή η ριζική διάσταση απόψεων δύσκολα γεφυρώνεται με τον διάλογο. Εκτός αν η Ελλάδα κάνει δραστικές υποχωρήσεις στο Αιγαίο προκειμένου να κερδίσει ικανοποιητική επήρεια για τα νησιά αυτά. Κάτι που φαντάζει εξωπραγματικό, κάτω από τις σημερινές συγκυρίες. Κατά συνέπεια πιθανότερη εξέλιξη είναι να μετατραπεί ο διάλογος για διερευνητικές σε διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συνυποσχετικού, με στόχο την παραπομπή της υπόθεσης οριοθέτησης θαλάσσιων ζωνών στο Αιγαίο Πέλαγος και στην Ανατολική Μεσόγειο στο Διεθνές Δικαστήριο. Το οποίο με τη μακρά και πολύχρονη εμπειρία που διαθέτει σε θέματα οριοθετήσεων μπορεί να είναι ο καταλύτης στην εξεύρεση λύσης στη διαφορά αυτή. Και στους αρνητές αυτής της λύσης που χρόνια τώρα επικαλούνται το επιχείρημα ότι το Διεθνές Δικαστήριο δεν είναι το κατάλληλο όργανο να λύσει τη διαφορά, γιατί επικρατεί η άποψη ότι θέλει πάντα να ικανοποιήσει και τους δύο διαδίκους, και συνεπώς ότι θα γίνουν ταχυδακτυλουργίες με αποτέλεσμα τη μείωση των όσων δικαιούμαστε, η απάντηση είναι ότι η ίδια η νομολογία του δεν παρουσιάζει τέτοια ενδεχόμενα στις λύσεις που επιτάσσει. Και σε κάθε περίπτωση, δεν αξίζει τον κόπο μια δικαστική απόφαση να μας δώσει οριστικές λύσεις στις χρόνιες διαφορές μας και να αντικαταστήσει μια θάλασσα ρήξεων και διαφορών σε μια θάλασσα ειρήνης και διεθνούς συνεργασίας;».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.