Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2024

Ο Σάντσεθ τόλμησε, ο Κυριάκος σφυρίζει αδιάφορα: Φορολόγηση στα έκτακτα κέρδη των τραπεζών Τα ουρανοκατέβατα κέρδη των ελληνικών τραπεζών φτάνουν τα 12 δισ. ευρώ στην τριετία, αλλά η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν τα αγγίζει.


 Η είδηση ότι η κυβέρνηση Σάντσεθ στην Ισπανία αποφάσισε να παρατείνει για τρία ακόμη χρόνια την έκτακτη φορολόγηση των τραπεζικών κερδών, υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να δώσει το παράδειγμα και στην ελληνική κυβέρνηση.

Ο λόγος είναι ότι τα επιχειρήματα που στηρίζουν την απόφαση της κυβέρνησης Σάντσεθ ισχύουν και μάλιστα στο πολλαπλάσιο για τις ελληνικές τράπεζες.

Η κυβέρνηση του Πέδρο Σάντσεθ επέβαλε το 2022 φόρο στα έκτακτα κέρδη των τραπεζών τα οποία προήλθαν από την αύξηση των επιτοκίων και των «ουρανοκατέβατων» υψηλότερων εσόδων από τόκους (δείτε περισσότερα πατώντας ΕΔΩ). Το σκεπτικό της ισπανικής κυβέρνησης ήταν ότι οι τράπεζες έπρεπε να συνεισφέρουν στην οικονομία, δεδομένου ότι στο πρόσφατο παρελθόν κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης αλλά και στην ενεργειακή κρίση υποστηρίχθηκαν από κρατικά κονδύλια για να διασωθούν και να μην καταρρεύσουν.

Οι ίδιες συνθήκες ισχύουν και στην Ελλάδα και μάλιστα στο πολλαπλάσιο, αφού οι ελληνικές τράπεζες έχουν αναλογικά μεγαλύτερα κέρδη και έχουν υποστηριχθεί με αναλογικά περισσότερα κεφάλαια σε σχέση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες -και συνεχίζουν να υποστηρίζονται με κρατικές εγγυήσεις ακόμα και σήμερα.

Στην Ελλάδα, μάλιστα, τα «ουρανοκατέβατα» κέρδη των τραπεζών είναι αναλογικά μεγαλύτερα αφού οι ελληνικές τράπεζες είναι «πρωταθλήτριες» στην Ευρώπη σε αφορά στα έσοδα από τόκους, τα οποία αντιπροσωπεύουν το 79% των συνολικών εσόδων τους, τη στιγμή που ο μέσος όρος για τις τράπεζες της ευρωζώνης είναι 60%.

Τα δε κέρδη των ελληνικών τραπεζών, δεν προέρχονται από την χρηματοδότηση της οικονομίας ή από κάποιες ρισκαδόρικες και επιτυχημένες τραπεζικές ή επενδυτικές πρακτικές, αλλά πολύ απλά από το «γύρισμα» των χρημάτων των καταθετών, στους οποίους πληρώνουν σχεδόν μηδενικά επιτόκια, αλλά χρησιμοποιούν τα χρήματά τους για να τα τοποθετούν σε υψηλότοκες καταθέσεις στον ειδικό «Λογαριασμό Διευκόλυνσης» της ΕΚΤ ή σε κρατικά ομόλογα.

Πέρσι οι 4 ελληνικές συστημικές τράπεζες -που υποστηρίχθηκαν με άνω των 40 δισ. ευρώ κρατικά χρήματα στη διάρκεια της κρίσης και κρατικές εγγυήσεις περίπου 30 δισ. ευρώ στη συνέχεια για να απαλλαγούν από τα κόκκινα δάνεια- έβγαλαν κέρδη 3,8 δισ. ευρώ και μοίρασαν μέρισμα 800 εκατ. ευρώ.

Πρόβλεψη για κέρδη 5 δισ. ευρώ στις τράπεζες

Για φέτος, η πρόβλεψη είναι ότι τα κέρδη τους θα είναι γύρω στα 5 δισ. ευρώ και έχουν ήδη ανακοινώσει ότι θα μοιράσουν μέρισμα σε ποσοστό από 35% των κερδών τους (η Alpha και η Πειραιώς) μέχρι 50% (η Εθνική και η Eurobank) που σημαίνει ότι συνολικά το μέρισμα θα φτάσει κοντά στα 2 δισ. ευρώ.

Συνολικά, μαζί με τα κέρδη 3,7 δισ ευρώ που είχαν το 2002, τα κέρδη των τεσσάρων τραπεζών για την τριετία 2022-2024 θα ξεπεράσουν τα 12 δισ. ευρώ για αυτές τις τέσσερις τράπεζες. .

Εάν η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε ακολουθήσει την τακτική της κυβέρνησης Σάντσεθ, φορολογώντας τα ουρανοκατέβατα τραπεζικά κέρδη με ένα ποσοστό της τάξης του 4,8%, το ελληνικό δημόσιο θα είχε έσοδα γύρω στα 600 εκατομμύρια ευρώ, τα οποία είναι μεν σταγόνα στον ωκεανό των δεκάδων δισ.ευρώ δημοσίου χρήματος που δαπανήθηκαν για τη στήριξη των ελληνικών τραπεζών, αλλά θα μπορούσαν να καλύψουν σημαντικές ανάγκες της κοινωνίας.

Η άλλη τραπεζική πατέντα, που εφαρμόζεται σε όλη την Ευρώπη, αλλά στην Ελλάδα οι χρυσοπληρωμένοι τραπεζίτες την έχουν «τερματίσει» είναι η διαφορά μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων και δανεισμού.

Οι ελληνικές τράπεζες δίνουν από τα χαμηλότερα επιτόκια καταθέσεων στην Ευρωζώνη, αλλά στα δάνεια έχουν από τα υψηλότερα επιτόκια.

Οι ελληνικές τράπεζες κρατούν το μέσο επιτόκιο καταθέσεων στο 0,54%, ενώ το μέσο επιτόκιο δανεισμού είναι 5,78%. Η διαφορά, το λεγόμενο «σπρεντ» ή με απλά λόγια «καπέλο» είναι και η βασική πηγή κερδοφορίας των τραπεζών.

Το πραγματικό επιτόκιο καταθέσεων για τη μεγάλη πλειονότητα των καταθετών, που έχουν μικρά ποσά και ελεύθερες καταθέσεις είναι πολύ χαμηλότερο, της τάξης του 0,03%, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΤ, καθώς ο μέσος όρος ανεβαίνει από τις καταθέσεις προθεσμίας, οι οποίες έχουν μεν υψηλότερο επιτόκιο, αλλά είναι κάτω από 30% του συνόλου.

Ενδεικτικά να πούμε ότι το μέσο επιτόκιο για τις καταθέσεις χωρίς προθεσμία στην Ελλάδα είναι 0,03%, ενώ στην Ισπανία, το επιτόκιο χωρίς προθεσμία είναι 0,19% (δηλαδή 6 φορές μεγαλύτερο παρόλο που οι αριθμοί και οι διαφορές φαίνονται μικρές), όταν ο μέσος όρος στην ευρωζώνη είναι 0,37% - 12 φορές μεγαλύτερος), και στην Αυστρία που έχει το δεύτερο μεγαλύτερο επιτόκιο, είναι 1,05% (35 φορές μεγαλύτερο).

Το μέσο επιτόκιο καταθέσεων προθεσμίας στην Ελλάδα είναι 1,85%, ενώ στην Ισπανία που μπήκε ο φόρος φτάνει στο 2,45%, ο μέσος όρος είναι 2,98% και στο Βέλγιο 3,54%.

Στα δάνεια το μέσο καταναλωτικό επιτόκιο για τα νοικοκυριά (δάνεια, κάρτες κ.λπ.) είναι 10,86%, ενώ ο μέσος όρος στην ευρωζώνη είναι 7,75%, όσο περίπου και στην Ισπανία, ενώ το χαμηλότερο είναι στη Μάλτα με 4,18%.

Η διαφορά των επιτοκίων είναι γενικευμένη πρακτική σε όλη την Ευρώπη, αλλά το μεγαλύτερο «δώρο» για τις τράπεζες είναι ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τις επιδοτεί, μέσα από τον ειδικό λογαριασμό «Διευκόλυνσης Καταθέσεων» στον οποίο δέχεται καταθέσεις από τις εμπορικές τράπεζες.

Πώς «γυρίζουν» τα χρήματα

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΤ, τα δύο τελευταία χρόνια η κεντρική τράπεζα έχει μοιράσει στις ευρωπαϊκές τράπεζες τόκους 130 δισ ευρώ μέσα από τον ειδικό λογαριασμό «Διευκόλυνσης Καταθέσεων», ο οποίος τώρα έχει επιτόκιο 3,25% (από 4% που είχε φτάσει πριν ένα χρόνο).

Οι εμπορικές τράπεζες, δηλαδή, μαζεύουν τις καταθέσεις με χαμηλά επιτόκια και «γυρίζουν» τα χρήματα καταθέτοντάς τα στον «Λογαριασμό Διευκόλυνσης» της ΕΚΤ εισπράττοντας… το υψηλότερο επιτόκιο καταθέσεων στην Ευρωζώνη.

Είναι ένας μηχανισμός με τον οποίο η ΕΚΤ στήριξε τις ευρωπαϊκές τράπεζες, «χαρίζοντάς» τους χρήματα με χαμηλότοκα δάνεια (τα οποία για κάποιο διάστημα είχαν και μηδενικό ή και αρνητικό επιτόκιο) ενώ την ίδια στιγμή τους έδινε υψηλό επιτόκιο για να καταθέτουν τα χρήματα αυτά στον ειδικό λογαριασμό.

Η σκοπιμότητα αυτής της πολιτικής ήταν αρχικά να υποστηριχθούν οι τράπεζες εν μέσω χρηματοπιστωτικής κρίσης και στη συνέχεια λόγω Covid για να στηρίξουν την οικονομία και την αγορά.

ΟΙ ελληνικές τράπεζες, όμως, το παράκαναν αφού όπως δείχνουν τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν αντλούν το μεγαλύτερο ποσοστό των εσόδων τους από τόκους που εισπράττουν από την ΕΚΤ ή από κρατικά ομόλογα στα οποία επενδύουν, εκμεταλλευόμενες τη «λίμνη χρήματος» των καταθέσεων, την οποία υπό άλλες συνθήκες θα έπρεπε να διοχετεύουν σε δάνεια για να κινηθεί η οικονομία.

Η αλήθεια όμως είναι ότι οι ελληνικές τράπεζες κερδίζουν περισσότερα εάν αφήνουν τις καταθέσεις να «λιμνάζουν» με χαμηλό επιτόκιο και να εκμεταλλεύονται τα χρήματα «γυρίζοντάς» τα στον υψηλότοκο λογαριασμό της ΕΚΤ ή σε ομόλογα του Δημοσίου με εξίσου υψηλό επιτόκιο.

Γιαυτό και οι καταθέσεις στην Ελλάδα είναι γύρω στα 200 δισ. ευρώ ενώ τα δάνεια περίπου 120 δισ. ευρώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Αρχειοθήκη ιστολογίου