Το ΠΑΣΟΚ, για τη Βάσω Παπανδρέου, παρέμεινε κάτι σαν ιδεώδες - Πιθανώς να έβλεπε το ΠΑΣΟΚ, όχι σαν τη μήτρα μέσα από την οποίαν η ίδια απέκτησε πολιτική υπόσταση, αλλά σαν το δικό της «παιδί», ενδεχομένως το κοινό πνευματικό τέκνο της Βάσως και του Ανδρέα Παπανδρέου
Προσδιορίζοντας εμμέσως το ποια ήταν η ίδια ή, μάλλον, ποια θα ήθελε να είναι, η Βάσω Παπανδρέου υποδείκνυε δύο αντιδιαμετρικά πρότυπα: Τη Μελίνα Μερκούρη και τη Μάργκαρετ Θάτσερ. Αυτές τις δύο επιφανέστατες γυναίκες ξεχώριζε η Βάσω Παπανδρέου, όπως είχε εξομολογηθεί σε κάποια συνέντευξή της. Αιτιολογούσε, δε, τη συγκεκριμένη εκλογή της ως εξής: «Τη Μελίνα για τη γλυκύτητα και τη Θάτσερ για τη σκληρότητά της».
Η Βάσω Παπανδρέου δεν ήταν ούτε Μελίνα ούτε Θάτσερ. Ταυτόχρονα όμως, μοιραζόταν πολλά κοινά χαρακτηριστικά και με τις δύο. Τουλάχιστον αυτό αποφαίνονται ορισμένοι από όσους έτυχε να γνωρίσουν καλύτερα τη Βάσω Παπανδρέου του Ανδρέα, πίσω από την επικοινωνιακή πανοπλία του δυναμισμού και της αυστηρότητας.
Η ίδια η Βάσω Παπανδρέου βρέθηκε τόσο κοντά -αν και με εντελώς διαφορετικό τρόπο- στη Μελίνα και τη Θάτσερ, ώστε αναπόφευκτα να συγκρίνεται με αυτές. Αν και η δική της persona ως δημοσίου και πολιτικού προσώπου, προσέγγιζε μάλλον στη Μάργκαρετ Θάτσερ παρά στη Μελίνα Μερκούρη. Εξάλλου, ιδιαίτερα προς το τέλος της δεκαετίας του '80, το παρωνύμιο «Σιδηρά Κυρία» αποδιδόταν από τα ΜΜΕ αδιακρίτως σε αυτήν και την ηγέτιδα του Ηνωμένου Βασιλείου.
Σε ό,τι αφορά στην ανάμιξή της στην ελληνική πολιτική σκηνή, το επώνυμό της δεν θα μπορούσε παρά να λειτουργήσει σαν το πεπρωμένο της. Αλλά δεν ήταν μόνο το επώνυμο «Παπανδρέου» και η στράτευσή της στο ΠΑΣΟΚ από ιδρύσεώς του. Ήταν και το πατρώνυμό της που έκανε τους δεσμούς με τον Ανδρέα Παπανδρέου ακόμη πιο ισχυρούς -ίσως μέχρι ασφυξίας. Δεδομένου ότι ο πατέρας της ονομαζόταν και αυτός Ανδρέας, η μοίρα της έλξης-άπωσης προς το ανδρικό/πατρικό πρότυπο ήταν εξ αρχής προδιαγεγραμμένη για τον βίο και την πολιτεία της Βάσως Παπανδρέου.
Αμοιβαίος θαυμασμός, έρωτας υπό κάθε έννοια ανάμεσα στον Ανδρέα και τη Βάσω Παπανδρέου, αλλά και η διαρκώς υφέρπουσα απογοήτευση για το ανεκπλήρωτο, για έναν δεσμό που έμοιαζε καρμικός, αλλά έπρεπε να καταπνιγεί, να απομείνει μετέωρος, εφόσον καταδικάστηκε να κρατηθεί τόσο κρυφός όσο ένα κοινό μυστικό επί δεκαετίες. Επί μία περίοδο στενής συνεργασίας ανάμεσα σε δύο Παπανδρέου που δεν ήταν, αλλά που πολύ θα ήθελαν να γίνουν οικογένεια. Σε μια περίοδο, επίσης, κατά την οποίαν το όνομα «Παπανδρέου» κυριαρχούσε, όχι μόνο στην εγχώρια, αλλά και στη διεθνή πολιτική αρένα.
Διότι πολύ συχνά απασχολούσαν τα ευρωπαϊκά media οι Παπανδρέου, όταν πρωθυπουργός της Ελλάδας ήταν ο Ανδρέας και η Βάσω διορισμένη Επίτροπος στην Ευρώπη για την Απασχόληση, τις Εργασιακές Σχέσεις, τις Κοινωνικές Υποθέσεις, τη Δημόσια Υγεία και την Ισότητα των δύο Φύλων. Ήταν ακριβώς η φάση που η Βάσω Παπανδρέου προσωποποίησε ένα αναπάντεχο αντίπαλο δέος στην ισοπεδωτική πυγμή της Μάργκαρετ Θάτσερ, ως η πρώτη γυναίκα Επίτροπος στην ιστορία της Ενωμένης Ευρώπης, διαπρεπής οικονομολόγος με πανεπιστημιακή θητεία σε βρετανικά πανεπιστήμια και, πάνω από όλα, σοσιαλίστρια. Από την πλευρά της Θάτσερ, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να έχει εφεύρει κάποιος μια πιο ενοχλητική ανταγωνίστρια, ειδικά για τον προσανατολισμό της κοινωνικής πολιτικής που σχεδιαζόταν για το μέλλον της Ενωμένης Ευρώπης.
Ο τύπος της εποχής απολάμβανε, εννοείται, το μπρα-ντε-φερ μεταξύ της αυτοκρατορικής, μανιωδώς φιλελεύθερης, ακραιφνούς υπερμάχου της απρόσκοπτης καπιταλιστικής ανάπτυξης για την οικονομία Μάργκαρετ Θάτσερ, και της Βάσως Παπανδρέου που ερχόταν από τη γη του πράσινου ήλιου, με τα σχεδόν κομμουνιστικά συνθήματα, την αντι-δυτική/αντι-καπιταλιστική ρητορική του ΠΑΣΟΚ κ.λπ. Κάπως έτσι η Βάσω Παπανδρέου βαφτίστηκε από κάποιους σχολιαστές «Καρυάτιδα της Δημοκρατίας», «αντι-Θάτσερ» κ.ο.κ.
Ενδεικτικά, στις 14 Ιουνίου 1990, η Βάσω Παπανδρέου είχε φτάσει να απασχολεί τη συζήτηση στη Βουλή των Κοινοτήτων, στο Λονδίνο: «δεν είναι σαφές, κυρία Πρωθυπουργέ» ρωτούσε ένας βουλευτής «ότι θα έχουν καταστροφικές επιπτώσεις στην απασχόληση και στα 6 εκατ. μερικώς απασχολούμενων εργαζομένων στη Βρετανία οι σοσιαλιστικές πολιτικές που επιχειρεί να επιβάλει στη χώρα μας η Επίτροπος Παπανδρέου; Αυτές δεν θα είναι οι συνέπειες από την υιοθέτηση της νέας Κοινωνικής Χάρτας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία απαιτεί από τους εργοδότες να παρέχουν σε έναν εργαζόμενο μερικώς απασχολούμενο όλα τα προνόμια και τα οφέλη που είναι διαθέσιμα στους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης; Εσείς θα εξακολουθήσετε να αντιστέκεστε σε αυτές τις προτάσεις που καταστρέφουν την αγορά εργασίας»;
Και η Μάργκαρετ Θάτσερ απλώς υπερθεμάτισε -αν δεν αναθεμάτισε κιόλας σιωπηρά- την επίμονη Ελληνίδα Επίτροπο της τότε ΕΟΚ (Ευρωπαϊκές Κοινότητες). Κατά τη Θάτσερ, η Παπανδρέου είχε βάλει σκοπό να εισάγει στην Ενωμένη Ευρώπη σοσιαλιστικές πρακτικές «από την πίσω πόρτα», εκμεταλλευόμενη τη στήριξη του προέδρου της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Ζακ Ντελόρ. Για την ιστορία, στη συγκεκριμένη συνεδρίαση της βρετανικής Βουλής και επ' ευκαιρία της απάντησής της, η Θάτσερ δεν έχασε την ευκαιρία να κατηγορήσει για μία ακόμη φορά τη Βάσω Παπανδρέου ότι με τα ουτοπιστικά της σχέδια «επιδεινώνει αναίτια τη γραφειοκρατία, αυξάνει το κόστος της εργασίας ζημιώνοντας τις επιχειρήσεις αλλά και τους ίδιους τους εργαζομένους». Επιπλέον, η Θάτσερ τόνιζε με νόημα ότι «η πολιτική της Παπανδρέου θα ζημιώσει κατεξοχήν πολλές γυναίκες που εργάζονται υπό καθεστώς ημι-απασχόλησης».
Η Βάσω Παπανδρέου θήτευσε στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα από το 1989 έως το 1993, ως στενή συνεργάτιδα του Ζακ Ντελόρ, ενός ανθρώπου που διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της Ενωμένης Ευρώπης όπως εξελίχθηκε έως σήμερα. Η Παπανδρέου, χωρίς κανένα σύμπλεγμα κατωτερότητας ως Ελληνίδα απέναντι στα μεγαθήρια της ευρωπαϊκής πολιτικής -ακριβώς όπως η Θάτσερ- αξιοποίησε πλήρως, αφ' ενός τις γνώσεις και τις ιδεολογικές της καταβολές, αφ' ετέρου τα περιθώρια δράσης που της παραχωρούσε ο Ζακ Ντελόρ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την προώθηση του Κοινοτικού Χάρτη των θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, καθώς και μιας σειράς άλλων κοινών πολιτικών φιλολαϊκού προσανατολισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Χωρίς υπερβολή, προς το τέλος των '80s το δίδυμο Ντελόρ-Παπανδρέου κατόρθωσε να συσπειρώσει τη συντριπτική πλειονότητα των 12 κρατών-μελών της ΕΟΚ, σε αναλογία 11 προς 1, περιθωριοποιώντας σε μια μοναχική μειοψηφία την άκαμπτη Βρετανία της Μάργκαρετ Θάτσερ. Δοθέντος ότι η πρωθυπουργία της όδευε προς τη λήξη, η Βάσω Παπανδρέου θα μπορούσε να θεωρηθεί, εν τινί μέτρω τουλάχιστον, ως τελική νικήτρια στη μεταξύ τους μονομαχία. Ασχέτως εάν, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η Βάσω Παπανδρέου θαύμαζε την πολιτικό Μάργκαρετ Θάτσερ.
Από το Αίγιο στην Οξφόρδη
Τη δεκαετία του '50 και του '60, μια νέα γυναίκα από την επαρχία, κόρη αγροτών, ακόμη και το να σπουδάσει Οικονομία στην Αθήνα έμοιαζε με ασυνήθιστη υπέρβαση. Πολλώ δε μάλλον όταν αυτό το ίδιο κορίτσι, η Βάσω, η μία από τις τρεις κόρες του Ανδρέα και της Τασίας Παπανδρέου από το χωριό Βαλιμίτικα του Αιγίου, όχι μόνο θα αποφοιτούσε από την τότε Ανωτάτη Εμπορική, αλλά θα έφευγε στο εξωτερικό για μεταπτυχιακά. Και θα κατέληγε να εργάζεται ως ερευνήτρια στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
Σε κατά καιρούς αυτοβιογραφικές αναδρομές της, η Βάσω Παπανδρέου έλεγε ότι «οι δικοί μου χρειάστηκε να πουλήσουν οικόπεδα για να με σπουδάσουν. Εγώ, βέβαια, ως μαθήτρια ήμουν πρώτη στο σχολείο, σημαιοφόρος -αλλά και πρώτη στις φασαρίες και τους καβγάδες. Αργότερα, στην πολιτική, έλεγαν ότι έχω την εικόνα της σκληρής και απρόσιτης γυναίκας. Αυτή όμως είναι η άμυνά μου, ακριβώς διότι ξεκίνησα από ένα χωριό. Η οικογένειά μου δεν είχε οικονομική επιφάνεια, ούτε οποιαδήποτε σχέση με την πολιτική, οπότε εγώ έκανα πράγματα που δεν περίμενε κανείς πως θα κατάφερνα. Έτσι όμως βρίσκομαι σε ένα περιβάλλον όπου πρέπει να αποδεικνύω διαρκώς ότι αξίζω».
Ιδεολογικά, η Βάσω Παπανδρέου είχε στραφεί προς το χώρο του δημοκρατικού σοσιαλισμού και προς το μέσον της δεκαετίας του '60 είχε ενταχθεί στην Ελληνική Δημοκρατική Νεολαία (Ε.ΔΗ.Ν.). Αλλά το ραντεβού με το πεπρωμένο της είχε κλειστεί με τον Ανδρέα Παπενδρέου στο London School of Economics, όπου ο μετέπειτα ιδρυτής και αρχηγός του ΠΑΣΟΚ έδωσε μια διάπυρη διάλεξη κατά της χούντας των Συνταγματαρχών, προς το τέλος της επταετίας.
Μετά από τη συγκέντρωση, ως προσκεκλημένοι σε δεξίωση στην οικία του Κίμωνα Κουλούρη, ο Ανδρέας και η Βάσω θα γοητεύονταν ο ένας από τον άλλον, ανακαλύπτοντας πόσο ταιριάζουν, πνευματικά, ιδεολογικά, συναισθηματικά και ότι το κοινό επώνυμό τους ήταν ένα κωμικό παιχνίδι της μοίρας προκειμένου να τους φέρει κοντά.
Εξυπακούεται πως η Βάσω ακολούθησε με ενθουσιασμό τον Ανδρέα στα πρώτα χρόνια του ΠΑΣΟΚ, τον στήριξε αναφανδόν σε κάθε δύσκολη απόφαση -ιδιαίτερα στις προκαταρκτικές εσωκομματικές εκκαθαρίσεις των ακραίων που προέρχονταν από τις πρόδρομες οργανώσεις του ΠΑΚ, της Δημοκρατικής Άμυνας κ.λπ.
Οι ικανότητες, αλλά και εξίσου οι προσωπικές φιλοδοξίες της, ωθούσαν τη Βάσω Παπανδρέου σταθερά και μόνιμα στην πρώτη γραμμή, σε όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων του ΠΑΣΟΚ, είτε ως μέλος των κομματικών οργάνων είτε, αργότερα, των κυβερνήσεων υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου και των διαδόχων του.
Μάλιστα, η πορεία της Βάσως Παπανδρέου θα μπορούσε να είναι ακόμη πιο επιτυχημένη -και σίγουρα λιγότερο ασυνεχής- εάν από τη σταδιοδρομία της ως πολιτικού έλειπε η βαριά και μόνιμη σκιά του «ελέφαντα στο δωμάτιο», της προσωπικής σχέσης της με τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Σύμφωνα με μια ορισμένη εκδοχή ενός εκ προοιμίου ατυχούς love story, σε κάποια ορισμένη φάση ο Ανδρέας φερόταν απολύτως αποφασισμένος να εγκαταλείψει τη Μαργαρίτα και την οικογένειά τους, για να παντρευτεί τη Βάσω. Το απαράτ του «βαθέος ΠΑΣΟΚ», ωστόσο, οι πράσινοι μανδαρίνοι που περιέβαλαν τον ηγέτη της παράταξης και θεωρούσαν πως κατείχαν την πραγματική εξουσία, πρόσωπα όπως ο Μένιος Κουτσόγιωργας, κατ' ουσίαν απαγόρευσαν στον Ανδρέα Παπανδρέου έστω και να σκέφτεται πως θα μπορούσε να γίνει αποδεκτός ως πρωθυπουργός της Ελλάδας εάν προχωρούσε στο σχέδιο επισημοποίησης του έρωτά του για τη Βάσω Παπανδρέου.
Για την εκτόνωση της συγκεκριμένης κρίσης, χρειάστηκε να ενεργοποιηθεί ένα σχέδιο εκτάκτου ανάγκης, με την πάση θυσία απομάκρυνση -κάποιοι μίλησαν ακόμη και για σενάριο «απαγωγής»- της Βάσως Παπανδρέου από τον άμεσο κύκλο του Ανδρέα. Έτσι εξηγείται η τεθλασμένη γραμμή ανάμεσα στα δημόσια αξιώματά της: Το 1974 μέλος του Εκτελεστικού Γραφείου της Κ.Ε. του ΠΑ.ΣΟ.Κ., από το 1981 ως το 1985 πρόεδρος του ΕΟΜΜΕΧ, μέλος του Δ.Σ. της Εμπορικής Τράπεζας 1982-1985, κατόπιν βουλευτής και υφυπουργός/αναπληρώτρια υπουργός Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας. Το 1988-'89 αναπληρώτρια υπουργός Εμπορίου, 1989-1993 Επίτροπος στην ΕΟΚ και εν συνεχεία σε διάφορες ανώτερες θέσεις σε ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, 1996-1999 υπουργός Ανάπτυξης, 1999-2001 υπουργός Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, 2001-2004 υπουργός Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, 2005-2007 μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ, υπεύθυνη τομέα οικονομίας, 2008-2009 υπεύθυνη τομέα άμυνας του ΠΑΣΟΚ και τέλος 2009-2012 πρόεδρος της Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής.
Το «διαζύγιο» με τον Ανδρέα
Το σοβαρό και δυναμικό προφίλ της, αλλά και μια σειρά από πρωτοβουλίες κοινωνικού χαρακτήρα που σφραγίστηκαν με την υπογραφή της, ανέδειξαν τη Βάσω Παπανδρέου σε μία από τις πιο χαρακτηριστικές και δημοφιλείς προσωπικότητες του ΠΑΣΟΚ, καταγράφοντας ένα ρεκόρ ψήφων που πολύ δύσκολα θα καταρριφθεί. Η πορεία της φαινόταν πως ακολουθούσε πάντα ένα προσωπικό κριτήριο, χωρίς συμβιβασμούς, παρά το ότι συχνά την οδηγούσε σε επώδυνες μετωπικές συγκρούσεις.
Όπως η δραματική εναντίωσή της στον Ανδρέα Παπανδρέου, με το περιβόητο «ραβασάκι» έντονης διαμαρτυρίας και αμφισβήτησης, το οποίο επιδεικτικά επέδωσε η ίδια απευθείας στον πρόεδρο του Κινήματος, στη διάρκεια μίας από τις πιο θυελλώδεις και πλέον καθοριστικές συνεδριάσεις στην ιστορία του ΠΑΣΟΚ, τον Οκτώβριο του 1995.
Εν ολίγοις, η Βάσω Παπανδρέου πρωτοστάτησε σε όλες τις φάσεις της γέννησης, της ενηλικίωσης, των κλυδωνισμών αλλά και σε κάθε απόπειρα ανάσχεσης της παρακμής και της αποδρομής του ΠΑΣΟΚ. Ξεκίνησε στηρίζοντας με πάθος τον Ανδρέα -για να τον χτυπήσει θανάσιμα, ως μέλος των «Τεσσάρων», όταν εκείνος ήταν πιο ευάλωτος από ποτέ. Η Βάσω προχώρησε όμως. Στήριξε τον Κώστα Σημίτη, ακολούθως στήριξε, κάπως διαδικαστικά και σαν να ήταν αναπόφευκτο, τον Γιώργο Παπανδρέου -στον οποίον αργότερα θα καταλόγιζε «εγκλήματα, όχι απλώς λάθη». Πήγε στο δικαστήριο για να κοιτάξει στα μάτια τον Άκη Τσοχατζόπουλο και να του πει κατά πρόσωπον ότι ντρέπεται για εκείνον και για το ΠΑΣΟΚ.
Το ΠΑΣΟΚ που για τη Βάσω Παπανδρέου, περιέργως και παρά τα αμέτρητα επεισόδια της μακράς και περιπετειώδους προσωπικής πορείας της, παρέμεινε κάτι σαν ιδεώδες. Πιθανώς να έβλεπε το ΠΑΣΟΚ, όχι σαν τη μήτρα μέσα από την οποίαν η ίδια απέκτησε πολιτική υπόσταση, αλλά σαν το δικό της «παιδί», ενδεχομένως το κοινό πνευματικό τέκνο της Βάσως και του Ανδρέα Παπανδρέου.
Ενδεικτικά, στις 14 Ιουνίου 1990, η Βάσω Παπανδρέου είχε φτάσει να απασχολεί τη συζήτηση στη Βουλή των Κοινοτήτων, στο Λονδίνο: «δεν είναι σαφές, κυρία Πρωθυπουργέ» ρωτούσε ένας βουλευτής «ότι θα έχουν καταστροφικές επιπτώσεις στην απασχόληση και στα 6 εκατ. μερικώς απασχολούμενων εργαζομένων στη Βρετανία οι σοσιαλιστικές πολιτικές που επιχειρεί να επιβάλει στη χώρα μας η Επίτροπος Παπανδρέου; Αυτές δεν θα είναι οι συνέπειες από την υιοθέτηση της νέας Κοινωνικής Χάρτας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία απαιτεί από τους εργοδότες να παρέχουν σε έναν εργαζόμενο μερικώς απασχολούμενο όλα τα προνόμια και τα οφέλη που είναι διαθέσιμα στους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης; Εσείς θα εξακολουθήσετε να αντιστέκεστε σε αυτές τις προτάσεις που καταστρέφουν την αγορά εργασίας»;
Και η Μάργκαρετ Θάτσερ απλώς υπερθεμάτισε -αν δεν αναθεμάτισε κιόλας σιωπηρά- την επίμονη Ελληνίδα Επίτροπο της τότε ΕΟΚ (Ευρωπαϊκές Κοινότητες). Κατά τη Θάτσερ, η Παπανδρέου είχε βάλει σκοπό να εισάγει στην Ενωμένη Ευρώπη σοσιαλιστικές πρακτικές «από την πίσω πόρτα», εκμεταλλευόμενη τη στήριξη του προέδρου της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Ζακ Ντελόρ. Για την ιστορία, στη συγκεκριμένη συνεδρίαση της βρετανικής Βουλής και επ' ευκαιρία της απάντησής της, η Θάτσερ δεν έχασε την ευκαιρία να κατηγορήσει για μία ακόμη φορά τη Βάσω Παπανδρέου ότι με τα ουτοπιστικά της σχέδια «επιδεινώνει αναίτια τη γραφειοκρατία, αυξάνει το κόστος της εργασίας ζημιώνοντας τις επιχειρήσεις αλλά και τους ίδιους τους εργαζομένους». Επιπλέον, η Θάτσερ τόνιζε με νόημα ότι «η πολιτική της Παπανδρέου θα ζημιώσει κατεξοχήν πολλές γυναίκες που εργάζονται υπό καθεστώς ημι-απασχόλησης».
Η Βάσω Παπανδρέου θήτευσε στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα από το 1989 έως το 1993, ως στενή συνεργάτιδα του Ζακ Ντελόρ, ενός ανθρώπου που διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της Ενωμένης Ευρώπης όπως εξελίχθηκε έως σήμερα. Η Παπανδρέου, χωρίς κανένα σύμπλεγμα κατωτερότητας ως Ελληνίδα απέναντι στα μεγαθήρια της ευρωπαϊκής πολιτικής -ακριβώς όπως η Θάτσερ- αξιοποίησε πλήρως, αφ' ενός τις γνώσεις και τις ιδεολογικές της καταβολές, αφ' ετέρου τα περιθώρια δράσης που της παραχωρούσε ο Ζακ Ντελόρ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την προώθηση του Κοινοτικού Χάρτη των θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, καθώς και μιας σειράς άλλων κοινών πολιτικών φιλολαϊκού προσανατολισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Χωρίς υπερβολή, προς το τέλος των '80s το δίδυμο Ντελόρ-Παπανδρέου κατόρθωσε να συσπειρώσει τη συντριπτική πλειονότητα των 12 κρατών-μελών της ΕΟΚ, σε αναλογία 11 προς 1, περιθωριοποιώντας σε μια μοναχική μειοψηφία την άκαμπτη Βρετανία της Μάργκαρετ Θάτσερ. Δοθέντος ότι η πρωθυπουργία της όδευε προς τη λήξη, η Βάσω Παπανδρέου θα μπορούσε να θεωρηθεί, εν τινί μέτρω τουλάχιστον, ως τελική νικήτρια στη μεταξύ τους μονομαχία. Ασχέτως εάν, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η Βάσω Παπανδρέου θαύμαζε την πολιτικό Μάργκαρετ Θάτσερ.
Από το Αίγιο στην Οξφόρδη
Τη δεκαετία του '50 και του '60, μια νέα γυναίκα από την επαρχία, κόρη αγροτών, ακόμη και το να σπουδάσει Οικονομία στην Αθήνα έμοιαζε με ασυνήθιστη υπέρβαση. Πολλώ δε μάλλον όταν αυτό το ίδιο κορίτσι, η Βάσω, η μία από τις τρεις κόρες του Ανδρέα και της Τασίας Παπανδρέου από το χωριό Βαλιμίτικα του Αιγίου, όχι μόνο θα αποφοιτούσε από την τότε Ανωτάτη Εμπορική, αλλά θα έφευγε στο εξωτερικό για μεταπτυχιακά. Και θα κατέληγε να εργάζεται ως ερευνήτρια στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
Σε κατά καιρούς αυτοβιογραφικές αναδρομές της, η Βάσω Παπανδρέου έλεγε ότι «οι δικοί μου χρειάστηκε να πουλήσουν οικόπεδα για να με σπουδάσουν. Εγώ, βέβαια, ως μαθήτρια ήμουν πρώτη στο σχολείο, σημαιοφόρος -αλλά και πρώτη στις φασαρίες και τους καβγάδες. Αργότερα, στην πολιτική, έλεγαν ότι έχω την εικόνα της σκληρής και απρόσιτης γυναίκας. Αυτή όμως είναι η άμυνά μου, ακριβώς διότι ξεκίνησα από ένα χωριό. Η οικογένειά μου δεν είχε οικονομική επιφάνεια, ούτε οποιαδήποτε σχέση με την πολιτική, οπότε εγώ έκανα πράγματα που δεν περίμενε κανείς πως θα κατάφερνα. Έτσι όμως βρίσκομαι σε ένα περιβάλλον όπου πρέπει να αποδεικνύω διαρκώς ότι αξίζω».
Ιδεολογικά, η Βάσω Παπανδρέου είχε στραφεί προς το χώρο του δημοκρατικού σοσιαλισμού και προς το μέσον της δεκαετίας του '60 είχε ενταχθεί στην Ελληνική Δημοκρατική Νεολαία (Ε.ΔΗ.Ν.). Αλλά το ραντεβού με το πεπρωμένο της είχε κλειστεί με τον Ανδρέα Παπενδρέου στο London School of Economics, όπου ο μετέπειτα ιδρυτής και αρχηγός του ΠΑΣΟΚ έδωσε μια διάπυρη διάλεξη κατά της χούντας των Συνταγματαρχών, προς το τέλος της επταετίας.
Μετά από τη συγκέντρωση, ως προσκεκλημένοι σε δεξίωση στην οικία του Κίμωνα Κουλούρη, ο Ανδρέας και η Βάσω θα γοητεύονταν ο ένας από τον άλλον, ανακαλύπτοντας πόσο ταιριάζουν, πνευματικά, ιδεολογικά, συναισθηματικά και ότι το κοινό επώνυμό τους ήταν ένα κωμικό παιχνίδι της μοίρας προκειμένου να τους φέρει κοντά.
Εξυπακούεται πως η Βάσω ακολούθησε με ενθουσιασμό τον Ανδρέα στα πρώτα χρόνια του ΠΑΣΟΚ, τον στήριξε αναφανδόν σε κάθε δύσκολη απόφαση -ιδιαίτερα στις προκαταρκτικές εσωκομματικές εκκαθαρίσεις των ακραίων που προέρχονταν από τις πρόδρομες οργανώσεις του ΠΑΚ, της Δημοκρατικής Άμυνας κ.λπ.
Οι ικανότητες, αλλά και εξίσου οι προσωπικές φιλοδοξίες της, ωθούσαν τη Βάσω Παπανδρέου σταθερά και μόνιμα στην πρώτη γραμμή, σε όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων του ΠΑΣΟΚ, είτε ως μέλος των κομματικών οργάνων είτε, αργότερα, των κυβερνήσεων υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου και των διαδόχων του.
Μάλιστα, η πορεία της Βάσως Παπανδρέου θα μπορούσε να είναι ακόμη πιο επιτυχημένη -και σίγουρα λιγότερο ασυνεχής- εάν από τη σταδιοδρομία της ως πολιτικού έλειπε η βαριά και μόνιμη σκιά του «ελέφαντα στο δωμάτιο», της προσωπικής σχέσης της με τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Σύμφωνα με μια ορισμένη εκδοχή ενός εκ προοιμίου ατυχούς love story, σε κάποια ορισμένη φάση ο Ανδρέας φερόταν απολύτως αποφασισμένος να εγκαταλείψει τη Μαργαρίτα και την οικογένειά τους, για να παντρευτεί τη Βάσω. Το απαράτ του «βαθέος ΠΑΣΟΚ», ωστόσο, οι πράσινοι μανδαρίνοι που περιέβαλαν τον ηγέτη της παράταξης και θεωρούσαν πως κατείχαν την πραγματική εξουσία, πρόσωπα όπως ο Μένιος Κουτσόγιωργας, κατ' ουσίαν απαγόρευσαν στον Ανδρέα Παπανδρέου έστω και να σκέφτεται πως θα μπορούσε να γίνει αποδεκτός ως πρωθυπουργός της Ελλάδας εάν προχωρούσε στο σχέδιο επισημοποίησης του έρωτά του για τη Βάσω Παπανδρέου.
Για την εκτόνωση της συγκεκριμένης κρίσης, χρειάστηκε να ενεργοποιηθεί ένα σχέδιο εκτάκτου ανάγκης, με την πάση θυσία απομάκρυνση -κάποιοι μίλησαν ακόμη και για σενάριο «απαγωγής»- της Βάσως Παπανδρέου από τον άμεσο κύκλο του Ανδρέα. Έτσι εξηγείται η τεθλασμένη γραμμή ανάμεσα στα δημόσια αξιώματά της: Το 1974 μέλος του Εκτελεστικού Γραφείου της Κ.Ε. του ΠΑ.ΣΟ.Κ., από το 1981 ως το 1985 πρόεδρος του ΕΟΜΜΕΧ, μέλος του Δ.Σ. της Εμπορικής Τράπεζας 1982-1985, κατόπιν βουλευτής και υφυπουργός/αναπληρώτρια υπουργός Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας. Το 1988-'89 αναπληρώτρια υπουργός Εμπορίου, 1989-1993 Επίτροπος στην ΕΟΚ και εν συνεχεία σε διάφορες ανώτερες θέσεις σε ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, 1996-1999 υπουργός Ανάπτυξης, 1999-2001 υπουργός Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, 2001-2004 υπουργός Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, 2005-2007 μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ, υπεύθυνη τομέα οικονομίας, 2008-2009 υπεύθυνη τομέα άμυνας του ΠΑΣΟΚ και τέλος 2009-2012 πρόεδρος της Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής.
Το «διαζύγιο» με τον Ανδρέα
Το σοβαρό και δυναμικό προφίλ της, αλλά και μια σειρά από πρωτοβουλίες κοινωνικού χαρακτήρα που σφραγίστηκαν με την υπογραφή της, ανέδειξαν τη Βάσω Παπανδρέου σε μία από τις πιο χαρακτηριστικές και δημοφιλείς προσωπικότητες του ΠΑΣΟΚ, καταγράφοντας ένα ρεκόρ ψήφων που πολύ δύσκολα θα καταρριφθεί. Η πορεία της φαινόταν πως ακολουθούσε πάντα ένα προσωπικό κριτήριο, χωρίς συμβιβασμούς, παρά το ότι συχνά την οδηγούσε σε επώδυνες μετωπικές συγκρούσεις.
Όπως η δραματική εναντίωσή της στον Ανδρέα Παπανδρέου, με το περιβόητο «ραβασάκι» έντονης διαμαρτυρίας και αμφισβήτησης, το οποίο επιδεικτικά επέδωσε η ίδια απευθείας στον πρόεδρο του Κινήματος, στη διάρκεια μίας από τις πιο θυελλώδεις και πλέον καθοριστικές συνεδριάσεις στην ιστορία του ΠΑΣΟΚ, τον Οκτώβριο του 1995.
Εν ολίγοις, η Βάσω Παπανδρέου πρωτοστάτησε σε όλες τις φάσεις της γέννησης, της ενηλικίωσης, των κλυδωνισμών αλλά και σε κάθε απόπειρα ανάσχεσης της παρακμής και της αποδρομής του ΠΑΣΟΚ. Ξεκίνησε στηρίζοντας με πάθος τον Ανδρέα -για να τον χτυπήσει θανάσιμα, ως μέλος των «Τεσσάρων», όταν εκείνος ήταν πιο ευάλωτος από ποτέ. Η Βάσω προχώρησε όμως. Στήριξε τον Κώστα Σημίτη, ακολούθως στήριξε, κάπως διαδικαστικά και σαν να ήταν αναπόφευκτο, τον Γιώργο Παπανδρέου -στον οποίον αργότερα θα καταλόγιζε «εγκλήματα, όχι απλώς λάθη». Πήγε στο δικαστήριο για να κοιτάξει στα μάτια τον Άκη Τσοχατζόπουλο και να του πει κατά πρόσωπον ότι ντρέπεται για εκείνον και για το ΠΑΣΟΚ.
Το ΠΑΣΟΚ που για τη Βάσω Παπανδρέου, περιέργως και παρά τα αμέτρητα επεισόδια της μακράς και περιπετειώδους προσωπικής πορείας της, παρέμεινε κάτι σαν ιδεώδες. Πιθανώς να έβλεπε το ΠΑΣΟΚ, όχι σαν τη μήτρα μέσα από την οποίαν η ίδια απέκτησε πολιτική υπόσταση, αλλά σαν το δικό της «παιδί», ενδεχομένως το κοινό πνευματικό τέκνο της Βάσως και του Ανδρέα Παπανδρέου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.