Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2022

Ο Νίκος Χριστοδουλάκης γράφει για τις τέσσερις κατηγορίες πολιτικών που έχουν εφαρμοστεί στη χώρα για ανακοπή της δημογραφικής κατάρρευσης.


 
Στα προηγούμενα άρθρα για το δημογραφικό περιγράψαμε πώς η κατάρρευση των γεννήσεων τις προηγούμενες δεκαετίες οδήγησε τον πληθυσμό σε στασιμότητα και την κοινωνία σε μια κατάσταση γήρανσης. Βλέποντας αυτές τις επιπτώσεις, οι ελληνικές κυβερνήσεις ήδη από την δεκαετία του 1980 είχαν αρχίσει να παίρνουν διάφορα μέτρα με στόχο να πείσουν τα νοικοκυριά να κάνουν περισσότερα παιδιά και έτσι να ανακόψουν την δημογραφική κατάρρευση. Μερικές από αυτές τις πολιτικές είχαν σημειώσει επιτυχία, άλλες μόνο προσωρινά και άλλες απέτυχαν εξαρχής. Παραλείποντας την μετανάστευση για την οποία ο σχεδιασμός πρέπει να γίνει μαζί και με άλλα κριτήρια ενσωμάτωσης, οι άλλες πολιτικές μπορούν να ταξινομηθούν σε τέσσερις κατηγορίες ως εξής:

(α) Συνθήκες οικονομικής ανάπτυξης: Εάν η οικονομία βρίσκεται σε μια ανοδική τροχιά, τα φτωχά νοικοκυριά είναι πιθανότερο να έχουν εργασία και εισοδήματα στο μέλλον για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους. Διαφορετικά, επικρατεί η ανασφάλεια και ο φόβος ότι δεν θα μπορέσουν να τα βγάλουν

πέρα και αυτό οδηγεί σε αναβολή την γέννηση παιδιών ή την ακυρώνει εξ ολοκλήρου. Για τον λόγο αυτό, σε περιόδους κρίσης βλέπουμε την γεννητικότητα να μειώνεται ενώ σε περιόδους ανάπτυξης παίρνει ανοδική πορεία λόγω της μεγαλύτερης αισιοδοξίας που επικρατεί για το μέλλον.

Οι ίδιοι παράγοντες της ανάπτυξης επηρρεάζουν και την μετανάστευση. Με ανάπτυξη προσελκύονται περισσότεροι οικονομικοί μετανάστες, ενώ στην ύφεση αναζητούν άλλες χώρες για να δουλέψουν. Επειδή κατά κανόνα προέρχονται από χώρες υψηλότερης γεννητικότητας από την δική μας, τόσο η έλευση όσο και η φυγή τους επηρρεάζει σημαντικά τα δημογραφικά δεδομένα της Ελλάδας.

(β) Επιδόματα τέκνων: Στην Ελλάδα χορηγούνται μια σειρά από επιδόματα ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων. Η χορήγηση γίνεται μετά από τον έλεγχο εισοδηματικών κριτηρίων, ώστε να μην επεκτείνεται σε οικογένειες με κάπως υψηλότερα εισοδήματα αλλά να συγκεντρώνεται στις φτωχότερες. Επίσης τα επιδόματα είναι χαμηλά για τα πρώτα παιδιά, αυξάνονται όμως σημαντικά για τα επόμενα. Για παράδειγμα, μια φτωχή οικογένεια με ένα παιδί λαμβάνει βοήθημα 70 ευρώ τον μήνα, άλλα τόσα για το δεύτερο και 140 ευρώ από τρίτο και πάνω.

Έτσι με τέσσερα παιδιά λαμβάνει συνολικά 420 ευρώ το μήνα (δηλαδή 104 ευρώ ανά παιδί). Το σύστημα δηλαδή θεωρεί ότι το ατομικό κόστος ανατροφής παιδιών αυξάνεται με τον αριθμό τους, ενώ στην πραγματικότητα το πιθανότερο είναι να μειώνεται γιατί πολλές ανάγκες καλύπτονται από κοινού για όλα τα παιδιά (πχ ταξίδια) ή με τον ίδιο εξοπλισμό.

Αναμφίβολα το σύστημα των επιδομάτων αποτελεί μια μη-αμελητέα ενίσχυση του οικογενειακού εισοδήματος των νοικοκυριών που έχουν ανήλικα παιδιά καθώς μετριάζει το κόστος ανατροφής τους. Δεν αποτελεί όμως κατ’ ανάγκη και μια πολιτική κινήτρων για να αυξηθεί ο αριθμός των παιδιών που κάνει το κάθε νοικοκυριό. Αν δηλαδή ένα ζευγάρι έχει αποφασίσει να κάνει ένα μόνο παιδί, δεν θα κάνει και ένα δεύτερο επειδή το κράτος θα του δίνει άλλα 70 ευρώ τον μήνα. Χρειάζονται πολύ γενναιότερες ενισχύσεις για να αλλάξει την απόφαση του.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό στην Ελλάδα είναι ότι πάρα πολλά νοικοκυριά έχουν μόνο ένα ή κανένα παιδί. Το κύριο βάρος τα επόμενα χρόνια πρέπει να πέσει πώς αυτά τα ζευγάρια θα κάνουν ένα και δύο παιδιά αντίστοιχα. Αν επιτευχθεί, θα σημάνει μια εντυπωσιακή άνοδο πληθυσμού και μια ισχυρή βελτίωση των δεικτών εξάρτησης που είδαμε στο προηγούμενο άρθρο.

Η συνεξέταση των παραγόντων αυτών οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα επιδόματα θα έπρεπε να είναι διαρθρωμένα με αντίστροφη βαρύτητα: δηλαδή να είναι αρκετά ψηλά για τα πρώτα τρία παιδιά και να μειώνονται για τέταρτο και άνω, χωρίς όμως να επέρχεται μείωση στα συνολικά ποσά για καμμιά κατηγορία.

(γ) Θεσμικές διευκολύνσεις: Στην κατηγορία αυτή υπάγονται μια σειρά διευκολύνσεων και κινήτρων κυρίως προς την μητέρα με στόχο να μειώσουν το επαγγελματικό κόστος ευκαιρίας από την απόφαση να αποκτήσεις παιδιά. Άδειες μετ’ αποδοχών για λοχεία και ανατροφή, μειωμένα ωράρια εργασίας και θετική μοριοδότηση μητέρων στις προαγωγές είναι μερικά από τα κίνητρα που παρέχονται. (Μερικά από αυτά δίδονται πλέον και στους άνδρες).

Τα μέτρα αυτά έχουν αναμφίβολα μια θετική επίδραση στις γεννήσεις όταν εφαρμόζονται για πρώτη φορά γιατί συνιστούν άμεση αλλαγή κατάστασης σε σχέση με τις υφιστάμενες συνθήκες και οι ενδιαφερόμενες σπεύδουν να τις αξιοποιήσουν. Όταν όμως παραμένουν ίδιες για μεγάλο διάστημα παγιώνονται και θεωρούνται πλέον μέρος του ισχύοντος πλαισίου χωρίς να παρακινούν στην αλλαγή των αποφάσεων τεκνοποιίας. Για τον λόγο αυτό χρειάζεται μια περιοδική επαναξιολόγηση τους και ενδεχομένως ο σχεδιασμός μιας νέας σειράς θεσμικών κινήτρων που κάνουν τα ζευγάρια να ξανασκεφτούν τις επιλογές τους.

Με την ευκαιρία αυτή πρέπει να τονίσουμε και την ύπαρξη μιας σειράς εξωφρενικών προνομίων που έχουν παραχωρηθεί κυρίως στον δημόσιο τομέα και αφορούν πολύ πρόωρες συνταξιοδοτήσεις των γυναικών στα 58 τους χρόνια ή και ακόμα νωρίτερα. Οι ρυθμίσεις αυτές είναι σκανδαλώδεις και πρέπει να καταργηθούν για να μην προκαλούν τόσο εξόφθαλμα τους νέους εργαζόμενους. Το πρόσχημα με το οποίο θεσπίστηκαν ήταν ότι έχουν παιδιά και πρέπει να αφιερώσουν χρόνο να τα αναθρέψουν, ενώ στην πραγματικότητα σε αυτή την ηλικία των μητέρων τα παιδιά έχουν μεγαλώσει και ίσως έχουν κιόλας κάνει την δική τους οικογένεια.

(δ) Συνθήκες και επάρκεια στέγασης: Σήμερα σε όλες σχεδόν τις χώρες της ΕΕ παρατηρείται μια στροφή στις άμεσες και πρακτικές ανάγκες των νέων ζευγαριών. Τα μεν επιδόματα χρησιμεύουν για την ενίσχυση του εισοδήματος ενώ οι θεσμικές διευκολύνσεις προς τους γονείς έχουν εξαλείψει πολλές από τις επιφυλάξεις που είχαν μήπως τα παιδιά σταθούν επαγγελματικό εμπόδιο στην καριέρα τους. Κανένα όμως δεν φαίνεται να προκαλεί ριζικές ανατροπές στον τρόπο που σκέφτονται τα ζευγάρια και να αλλάζει τον αριθμό των παιδιών που σκέφτονται να αποκτήσουν.

Μια εξήγηση για την αδυναμία επιρροής στις αποφάσεις τους είναι ότι τα κυριότερα ζητήματα που τα απασχολούν είναι άλλα. Ναι μεν το συνολικό εισόδημα είναι κάτι που μετράει, αλλά 50 ευρώ πάνω ή κάτω δεν τους κάνει να προσθέτουν παιδιά στην οικογένεια. Ναι μεν απολαμβάνουν και αξιοποιούν τις θεσμικές διευκολύνσεις αλλά τις περισσότερες φορές πάλι μένουν στα ένα και δύο παιδιά που θα έκαναν ούτως ή άλλως και δεν πάνε στο τρίτο.

Κατά συνέπεια φαίνεται να υπάρχει κάποιο άλλο εμπόδιο που ορθώνεται στην αύξηση του αριθμού των παιδιών μιας οικογένειας. Εκτενείς μελέτες που έχουν γίνει σε όλες τις χώρες της ΕΕ δείχνουν ότι οι αποφάσεις για παιδιά επηρρεάζονται ισχυρά από την ποιότητα και την ευρυχωρία της κατοικίας που θα μεγαλώσουν τα παιδιά τους. Εξαρτώνται επίσης από τις γενικότερες υποδομές που θα έχουν, όπως είναι οι συγκοινωνίες προς τα σχολεία και τόπους ψυχαγωγίας, ευκολία διασύνδεσης με φυσικά δίκτυα, αλλά και διασύνδεσης με άλλα παιδιά. Όταν τα χαρακτηριστικά αυτά είναι επαρκή, η γονιμότητα εμφανίζεται αυξημένη, ενώ όταν λείπουν μειώνεται.

Οι στεγαστικές διευκολύνσεις προς νέα ζευγάρια βρίσκονται πλέον στο επίκεντρο των πολιτικών για την θετική επιρροή στην γονιμότητα. Η στενότητα και η ακρίβεια κατοικίας που παρατηρείται εδώ και μερικά χρόνια σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και στην Ελλάδα, απλώς κάνει τις πολιτικές αυτές ακόμα πιο επείγουσες και αναγκαίες.

Στην Ελλάδα, εξαντλούνται συνήθως με την χορήγηση άλλης μιας σειράς στεγαστικών επιδομάτων για την αντιμετώπιση των υψηλών ενοικίων ή την ελάφρυνση των σχετικών δανείων. Λείπει όμως μια ολοκληρωμένη πολιτική που διασφαλίζει και τελικά παρέχει σύγχρονη και επαρκή κατοικία στα νέα ζευγάρια σε περιοχές που αναπτύσσονται και διαθέτουν τις κατάλληλες υποδομές. Αν αυτό γίνει κάποτε σε μεγάλη κλίμακα, πραγματικά θα ήταν μια εθνική πολιτική που θα εξόπλιζε τα ζευγάρια με ότι τα ίδια θεωρούν κρίσιμο προκειμένου να αποκτήσουν περισσότερα παιδιά. Ότι και να στοιχίσει στον κρατικό προϋπολογισμό, θα εξοφληθεί με το παραπάνω από τον αυξημένο πληθυσμό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Αρχειοθήκη ιστολογίου