Το βιβλίο του Rush Doshi The long Game. China’s Grand Strategy to displace American Order, που κυκλοφόρησε φέτος από τον εκδοτικό οίκο Oxford University Press, ήταν ένα από αυτά που ξεχώρισε ο γνωστός αρθρογράφος των Financial Times Μάρτιν Γουλφ.
Και όντως είναι ένα εντυπωσιακό βιβλίο που στις πάνω από 400 σελίδες του προσπαθεί να εξηγήσει ότι η Κίνα σήμερα δεν είναι απλώς ένας ανταγωνιστής των ΗΠΑ, αλλά μια δύναμη η οποία προσπαθεί να διαμορφώσει όρους για τη δική της «ηγεμονική τάξη» στον κόσμο, που περνάει μέσα από το να απολέσουν οι ΗΠΑ την ηγετική θέση που κατέχουν στο διεθνές σύστημα από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και μετά.
Άλλωστε, όπως εξαρχής επισημαίνει ήδη η Κίνα αποτελεί μια αμφισβήτηση χωρίς προηγούμενο για τις ΗΠΑ. Για παράδειγμα αξίζει να υπογραμμιστεί η διαπίστωση που κάνει ότι για έναν αιώνα κανένας αντίπαλος ή συνασπισμός αντιπάλων των ΗΠΑ δεν μπόρεσε ποτέ να φτάσει το 60% του ΑΕΠ των ΗΠΑ. Ούτε η αυτοκρατορική Γερμανία του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ούτε η αθροιστική ισχύς της Αυτοκρατορικής Ιαπωνίας και της Ναζιστικής Γερμανίας, ούτε η Σοβιετική Ένωση, μπόρεσαν ποτέ να ξεπεράσουν αυτό το κρίσιμο κατώφλι.
Και όμως αυτό το κρίσιμο όριο η Κίνα το έπιασε ήδη το 2014 και σήμερα είναι όχι απλώς η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη αλλά και είναι σε τροχιά να γίνει η μεγαλύτερη οικονομία. Μάλιστα εάν λάβουμε υπόψη τη σχετική αξία των προϊόντων, τότε η οικονομία της Κίνας είναι ήδη 25% μεγαλύτερη από αυτή των ΗΠΑ.
Υπάρχει κινεζική «Μεγάλη Στρατηγική»;
Η έννοια της «μεγάλης στρατηγικής» (grand strategy) είναι μία από τις πιο διαφιλονικούμενες στη θεωρία των διεθνών σχέσεων. Αναφέρεται στο εάν μια χώρα – οριζόμενη ως η συνάρθρωση των θεσμών και των κοινωνικών της δυνάμεων – έχει μια συνολική στρατηγική που δεν περιλαμβάνει μόνο την προάσπιση των συμφερόντων της αλλά και μια αντίληψη για το πώς πρέπει να είναι οργανωμένος και ιεραρχημένος ο κόσμος.
Ως προς την Κίνα υπήρχε μια διαμάχη ανάμεσα στους «σκεπτικιστές» που θεωρούν ότι δεν υπάρχει τελικά μια συνεκτική στρατηγική, αφού μιλάμε για μια πολιτική που στηρίζεται πάνω στη συμπεριφορά ενός γραφειοκρατικού μηχανισμού με αρκετές διαμάχες για την εξουσία στο εσωτερικό του, και όσους πιστεύουν ότι μπορούμε να μιλάμε για μια «μεγάλη στρατηγική», δηλαδή μια για συστηματική προσπάθεια, με βάθος χρόνου για την επίτευξη της ηγεμονίας στο διεθνές σύστημα.
Ο Doshi θεωρεί ότι το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα συμπεριφέρεται ως κληρονόμος του κινεζικού εθνικισμού και πολιτικός φορέας που θεωρεί ότι εκπροσωπεί ένα ιστορικό αίτημα αναγέννησης ουσιαστικά της Κίνας και κατάκτησης της θέσης που της αναλογεί στον κόσμο.
Κατά τη γνώμη του το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα αρχικά προσπάθησε να αντιμετωπίσει τη δυνατότητα των ΗΠΑ να μπορούν να ασκήσουν έλεγχο ή απειλή πάνω στην Κίνα, έπειτα προσπαθεί να αποκτήσει το ίδιο τη δυνατότητα να ασκήσει έλεγχο και επιρροή σε άλλους σχηματισμούς και στο τέλος αποσκοπεί να διεκδικήσει την ίδια την ηγεμονική θέση.
Σε αυτό το πλαίσιο, κατά τον Doshi η Κίνα μπόρεσε ανάμεσα στο 1989 και το 2008 να εξασφαλίσει ότι υπήρχαν όρια στην αμερικανική επιρροή στην Ασία μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Ανάμεσα στο 2008 και το 2016 μπόρεσε να διαμορφώσει όρους μιας περιφερειακής ηγεμονίας στην Ασία, ιδίως από τη στιγμή που το Πεκίνο εκτίμησε ότι οι ΗΠΑ βρέθηκαν σε μια σχετική υποχώρηση μετά την οικονομική κρίση του 2008. Και ουσιαστικά στην εποχή του Σι Τζινπίνγκ κινείται στην κατεύθυνση του να διεκδικήσει ουσιαστικά την ηγεμονία, τουλάχιστον σε μια ευρύτερη περιοχή γύρω από την Κίνα.
Κατά τον Doshi στο πλήρες ξεδίπλωμά της η κινεζική στρατηγική θα σημαίνει ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να εγκαταλείψουν την Κορέα και την Ιαπωνία, να μην μπορούν να έχουν τις συμμαχίες τους στην περιοχή και να δουν την ένωση της Κίνας με την Ταϊβάν, παράλληλα με ένα συνολικότερο κλίμα αυταρχισμού στην ευρύτερη περιοχή.
Η βαθύτερη αμερικανική αμηχανία
Αναλύσεις όπως του Doshi επιτρέπουν και να στοχαστούμε καλύτερα τη βαθύτερη αμερικανική αμηχανία απέναντι στην Κίνα.
Ας μην ξεχνάμε ότι οι ΗΠΑ μπόρεσαν να επεξεργαστούν μια στρατηγική απέναντι στην ΕΣΣΔ, κυρίως επιδεικνύοντας μια ευέλικτη ικανότητα να αντιληφθούν ότι έπρεπε να ενισχύσουν οικονομικά τους μελλοντικούς ανταγωνιστές τους, όπως η Δυτική Ευρώπη ή την Ιαπωνία για να αποτρέψουν μια κοινωνική αναταραχή που θα ενίσχυε ακόμη περισσότερο την Αριστερά, όμως ήταν κυρίως οι ίδιες οι οξυμμένες αντιφάσεις της ίδιας της ΕΣΣΔ που οδήγησαν στην κατάρρευσή της.
Όμως, τα πράγματα με την Κίνα είναι αρκετά διαφορετικά. Η ΕΣΣΔ είχε μια οικονομική μορφή που δεν μπορούσε εύκολα να αντέξει τη συνάντηση με την υψηλότερη παραγωγικότητα των καπιταλιστικών χωρών, είχε σοβαρά προβλήματα ως προς την κατανομή και αξιοποίηση πόρων, μειωμένη νομιμοποίηση του καθεστώτος, και μια ηγετική τάξη που τμήματά της οραματίζονταν τα ίδια μια διαφορετική «επόμενη μέρα», στοιχεία που ήταν ακόμη πιο έντονα στις άλλες χώρες του σοβιετικού μπλοκ. Το αποτέλεσμα ήταν μια αρκετά γοργή κατάρρευση, πέραν μάλιστα των προβλέψεων των δυτικών υπηρεσιών.
Η Κίνα αντίθετα δεν κινδυνεύει από μια ανάλογη οικονομική και κοινωνική κατάρρευση. Η κινεζική οικονομία είναι καπιταλιστική και πλήρως ενταγμένη στο διεθνές σύστημα, η κινεζική παραγωγικότητα αυξάνεται, η ίδια η χώρα προσφέρει το μεγάλο οικονομικό βάθος μιας μεγάλης αγοράς και μιας επεκτεινόμενης «μεσαίας τάξης».
Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε σκέψη των ΗΠΑ να γονατίσουν την Κίνα μέσα από κυρώσεις ή απόπειρα αποκοπής από πλευρές του διεθνούς οικονομικού συστήματος είναι εξ ορισμού αλυσιτελής.
Η Κίνα δεν έχει κάποιο σοβαρό ζήτημα εσωτερικής διαίρεσης, είναι εθνικά ομογενοποιημένη (άρα δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί μια διαδικασία διάλυσης γύρω από την ανάπτυξη επιμέρους εθνικισμών) και προς το παρόν δείχνει να έχει ένα κόμμα που μπορεί να διατηρεί πλήρως την εξουσία (λειτουργώντας ταυτόχρονα ως ένα «ελεγχόμενο» πεδίο που συζητά το τι «ζητά η κοινωνία»), παράλληλα με έναν εντυπωσιακό μηχανισμό κρατικής επιτήρησης της κοινωνίας. Αντιδράσεις τύπου Χονγκ Κονγκ, δεν έχουν καταγραφεί σε άλλες περιοχές και οι Ουιγούροι είναι πολύ μικρό τμήμα του συνολικού τμήμα του κινεζικού πληθυσμού. Το Κομμουνιστικό Κόμμα έχει εμπεδώσει τη θέση ως «εθνικό» κόμμα και ως κληρονόμους του κινεζικού πατριωτισμού και αυτό κάνει πολύ δύσκολη τη θετική αντιμετώπιση οποιασδήποτε «ξένης δύναμης».
Αυτό σημαίνει ότι παραδοσιακές στρατηγικές εσωτερικής υπονόμευσης, προετοιμασίας «βελούδινης επανάστασης», ανάδειξης εναλλακτικών λύσεων δεν μπορούν να λειτουργήσουν.
Προφανώς υπάρχει η λύση της επίδειξης ισχύος και της προβολής αποτρεπτικών μέσων. Όμως και εδώ υπάρχει ένα κρίσιμο όριο. Προφανώς και μια «κούρσα εξοπλισμών» θα μπορούσε να διατηρήσει μια επισφαλή ισορροπία, τουλάχιστον κεντρικά. Όμως, δεν ισχύει το ίδιο σε περιφερειακό επίπεδο. Η συγκέντρωση ισχύος της Κίνας, ο τρόπος που προσπαθεί να διαμορφώσει τετελεσμένα στην κοντινή της περιοχή και η επίγνωση ότι από ένα σημείο και μετά θα είναι σε θέση να επιβάλει τους όρους της, φέρνει τις ΗΠΑ αντιμέτωπες με νέα στρατηγική διλήμματα.
Και αυτό γιατί ακόμη και εάν θελήσουν να μπλοκάρουν σε τοπικό / περιφερειακό επίπεδο κάποιες από τις φιλοδοξίες της Κίνας δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι θα το πετύχουν ιδίως όταν το δίλημμα θα είναι να ανεχτούν μια τοπική διεύρυνση της κινεζικής ισχύος ή να ρισκάρουν ένα συνολικό – και αναγκαστικά θερμοπυρηνικό – πόλεμο;
Η προσπάθεια διαχείρισης της κατάστασης
Σε αυτό το φόντο είναι που μπορούμε να δούμε τον τρόπο που οι ΗΠΑ ταλαντεύονται, ακόμη και στη ρητορική τους, ανάμεσα σε μια προσπάθεια «ανάσχεσης» της Κίνας, με πολιτική πίεση, οικοδόμηση τοπικών συμμαχιών (π.χ. αυτή με τη Μεγάλη Βρετανία και την Αυστραλία) και μια προσπάθεια διαμόρφωσης όρων συνεννόησης (χωρίς όμως σε κανέναν βαθμό να δείχνουν διατεθειμένες να απεμπολήσουν την πρωτοκαθεδρία τους), καταλήγοντας στην καλύτερη των περιπτώσεων απλώς να προσπαθούν να κερδίσουν κάποιον χρόνο και να αποφύγουν μια άμεση κλιμάκωση. Κάτι φυσικά που καθόλου δεν ενοχλεί το Πεκίνο που ούτως ή άλλως κινείται με αρκετά πιο μακροπρόθεσμο σχεδιασμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.