Πριν από ένα χρόνο κανείς δεν περίμενε πως η επιδημία του Covid-19 θα εξαπλωνόταν τόσο γρήγορα σε όλον τον πλανήτη, προκαλώντας μέχρι σήμερα περισσότερους από 2,5 εκατ. θανάτους, ανυπολόγιστες οικονομικές ζημιές, σοβαρά κοινωνικά προβλήματα. Οι χώρες που υπέφεραν περισσότερο ήταν οι χώρες όπου ο λαϊκισμός των ηγεσιών, βλέπε ΗΠΑ, ή η έλλειψη ισχυρής κεντρικής διοίκησης, βλέπε Ιταλία, καθυστέρησαν τη λήψη των αναγκαίων μέτρων και αποδυνάμωσαν τη συμμόρφωση των πολιτών σε αυτά. Από την άλλη, υπήρξαν χώρες της ΝΑ Ασίας, βλέπε Ταϊβάν, στις οποίες τόσο η Πολιτεία όσο και οι πολίτες επέδειξαν αξιοθαύμαστη υπευθυνότητα, ελέγχοντας αποτελεσματικά την επιδημία.
Στην τελευταία αυτή κατηγορία χωρών, μπορεί να περιληφθεί και η χώρα μας, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση του πρώτου επιδημικού κύματος πέρυσι την άνοιξη. Το επίτευγμα οφειλόταν σε δύο κυρίως παράγοντες. Στον άμεσο εντοπισμό των πρώτων κρουσμάτων και στην αποτελεσματική ιχνηλάτηση των επαφών τους, καθώς και στην έγκαιρη εφαρμογή αυστηρού lockdown. Tη σωστή απόφαση για το lockdown την προκάλεσε πρωτίστως η ανησυχία για την ανεπίτρεπτη έλλειψη κλινών ΜΕΘ στη χώρα μας και ο συνακόλουθος φόβος που γεννούσαν οι σκηνές από τα νοσοκομεία της Λομβαρδίας.
Το σβήσιμο του πρώτου κύματος τον Μάιο δεν έπρεπε όμως να ερμηνευτεί ως απαλλαγή από τον κίνδυνο αναζωπύρωσης της επιδημίας. Η επιδημία μπορεί να πήρε τότε ενδημική μορφή, αλλά εύκολα θα μπορούσε να υπάρξει νέο κύμα, όπως και συνέβη λίγους μήνες αργότερα. Η χαλάρωση των μέτρων το καλοκαίρι προκειμένου να διασωθεί ο τουρισμός, και κυρίως οι ανεπίτρεπτες και ανεξέλεγκτες συναθροίσεις στις παραλίες, στα μπαρ, στα πανηγύρια, στους γάμους, στα βαφτίσια, στις εκκλησίες, διέσπειραν σε σημαντικό βαθμό τον κορωνοϊό. Στη διασπορά αυτή συνέβαλαν πάντως πολύ περισσότερο οι Έλληνες παραθεριστές, και λιγότερο οι ξένοι τουρίστες.
Η μελέτη των επιδημιολογικών δεδομένων τον προηγούμενο Σεπτέμβριο καθιστούσε εμφανή την έναρξη του δεύτερου κύματος, το οποίο πήρε στη συνέχεια μεγάλες διαστάσεις, ειδικά στη βόρεια Ελλάδα. H απόφαση για το δεύτερο lockdown καθυστέρησε, γιατί και πάλι ελήφθη με γνώμονα την επάρκεια των ΜΕΘ – οι οποίες είχαν εν τω μεταξύ αυξηθεί σημαντικά – και όχι τους επιδεινούμενους επιδημιολογικούς δείκτες. Η καθυστερημένη εφαρμογή του lockdown και ο ηπιότερος χαρακτήρας του είχαν ως συνέπεια το δεύτερο κύμα να αρχίσει να περιορίζεται με ιδιαίτερα αργούς ρυθμούς, στο διάστημα Δεκεμβρίου - Ιανουαρίου. Όμως, η αξιολόγηση της δυναμικής των επιδημιών βασίζεται λιγότερο στην αριθμητική εξέλιξη των δεδομένων και περισσότερο στον ρυθμό μεταβολής τους, και κυρίως των «σκληρών» και πιο αξιόπιστων από αυτά, όπως είναι οι εισαγωγές στα νοσοκομεία και στις ΜΕΘ ή οι θάνατοι,( αν και τα δεδομένα αυτά αντικατοπτρίζουν την προ εικοσαημέρου έκταση της επιδημίας. Οι ρυθμοί μείωσης αυτών των δεδομένων επιβραδύνθηκαν σημαντικά κατά τη διάρκεια του Ιανουαρίου λόγω των Γιορτών, του ανοίγματος του λιανεμπορίου και των σχολείων. Από τα μέσα Ιανουαρίου ήταν εμφανές ότι οι μειώσεις θα μηδενίζονταν στα τέλη του μήνα και ότι από τον Φεβρουάριο θα είχαμε νέες αυξήσεις σε εισαγωγές στα νοσοκομεία και στις ΜΕΘ, αλλά και στους θανάτους.
Αν και είναι εύκολο να ασκείται εκ των υστέρων κριτική στην αντιμετώπιση ενός όχι μόνο αόρατου αλλά εν πολλοίς και άγνωστου εχθρού, θα πρέπει να τεθεί το ερώτημα εάν η ισχύουσα στρατηγική λήψης αυστηρότερων μέτρων όταν αυξάνει επικίνδυνα η πίεση στα νοσοκομεία είναι πιο αποτελεσματική από την εφαρμογή τους ένα ή δυο βήματα πιο νωρίς, όταν δηλαδή γίνεται εμφανής η αναζωπύρωση της επιδημίας. Σίγουρα η στρατηγική αυτή δεν είναι πιο αποτελεσματική σε ό,τι αφορά την προστασία της υγείας, που θα πρέπει να αποτελεί το βασικό κριτήριο, αλλά και τα οφέλη στην οικονομία από το άνοιξε–κλείσε είναι αμφίβολης αξίας.
Όπως αμφίβολης αξίας είναι και η επίκληση του κινδύνου ενός τρίτου κύματος, όταν δεν έχουμε καταφέρει ακόμα να τιθασεύσουμε το δεύτερο. Όχι μόνο γιατί προκειμένου να υπάρξει νέο κύμα θα πρέπει πρώτα να σβήσει το προηγούμενο, όπως συνέβη την άνοιξη, αλλά κυρίως γιατί οι πολίτες συμμορφώνονται πολύ καλύτερα με τα εκάστοτε μέτρα όταν κινδυνεύουν άμεσα, παρά όταν καλούνται να αντιμετωπίσουν έναν μελλοντικό κίνδυνο.
Από την άλλη, τα ισχύοντα μέτρα, έστω και καθυστερημένα, με τη συμβολή και των εμβολιασμών, θα αρχίσουν πιθανότατα να κάμπτουν την επιδημία από τις αρχές Μαρτίου, πρώτα με αργούς ρυθμούς και από τον Απρίλιο με πολύ πιο γρήγορους. Το δεύτερο κύμα της επιδημίας μπορεί να σβήσει στις αρχές του καλοκαιριού, ακόμα και εάν η πολυπόθητη συλλογική ανοσία επιτευχθεί 2-3 μήνες αργότερα. Η απόκτησή της είναι πολύ πιθανόν να επισπευσθεί, γιατί ίσως απαιτηθεί μικρότερο ποσοστό εμβολιασθέντων από τις αρχικές εκτιμήσεις για 70% του πληθυσμού, λόγω της αποτελεσματικότητας των εμβολίων και της συνεισφοράς της παθητικής ανοσίας από τα περίπου 1 εκατ. άτομα που θα έχουν ήδη μολυνθεί.
Για να πετύχουμε τον στόχο αυτό θα πρέπει τότε το δεύτερο τρίμηνο να αυξήσουμε τα εμβολιαστικά κέντρα, με τη συνδρομή και του ιδιωτικού τομέα, ώστε να εμβολιαστούν τουλάχιστον 5 εκατ. άτομα μέχρι το τέλος Ιουνίου. Και βέβαια, να τηρούμε τα εκάστοτε μέτρα, και κυρίως τη χρήση της μάσκας, μέχρι να εκλείψει τελείως ο κίνδυνος της επιδημίας.
Αλλά ακόμα και όταν η επιδημία, τουλάχιστον στη χώρα μας, πάρει ξανά ενδημική μορφή με σποραδικά πλέον κρούσματα, πάντα θα υπάρχει το ενδεχόμενο αναζωπύρωσής της εξαιτίας πιθανόν μεταλλάξεων, οι οποίες θα απαιτήσουν νέα τροποποιημένα εμβόλια και νέο κύμα εμβολιασμών. Εκτός, όμως, δυσάρεστων απροόπτων, τα εμβόλια θα τροποποιούνται σχετικά εύκολα και γρήγορα, νέες θεραπείες μπορεί σχεδόν να εκμηδενίσουν τη θνητότητα και η ανθρωπότητα να επανέλθει σταδιακά στην κανονικότητα.
Η επάνοδος στην κανονικότητα θα επιταχύνεται στον βαθμό που θα γίνεται κατανοητό, σε παγκόσμιο και εθνικό επίπεδο, πως η τωρινή πανδημία, και όσες πολύ πιθανόν προκύψουν στο μέλλον λόγω διατάραξης του οικολογικού μας συστήματος και της διατροφικής αλυσίδας, καταπολεμώνται πρωτίστως στην κοινότητα και δευτερευόντως στα νοσοκομεία. Για αυτό και χρειαζόμαστε άμεσα ισχυρό σύστημα Δημόσιας Υγείας (διακριτό από το δημόσιο σύστημα Υπηρεσιών Υγείας), με θεσμοθετημένη συνεργασία συναρμόδιων υπουργών, με Εθνικό Συμβούλιο Δημόσιας Υγείας ευρείας διατομεακής σύνθεσης, και βέβαια με καλά στελεχωμένες υπηρεσίες σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.
Γιάννης Τούντας
Καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.