Το «μαύρο 1989» με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έμεινε στην ιστορική μνήμη. Δεν αναφερόμαστε μόνο στον τρόπο που αντιμετώπισε το θέμα αυτό τότε το ΠΑΣΟΚ που το θεώρησε μια ιστορικών διαστάσεων σκευωρία που ήθελε να ανακόψει το πολιτικό του έργο.
Κυρίως αναφερόμαστε στην ανάμνηση μιας τοξικής προεκλογικής αντιπαράθεσης, στην οποία κυριαρχούσαν οι προσωπικές επιθέσεις, οι καταγγελίες, η σκανδαλολογία, η λάσπη συχνά, τα πρωτοσέλιδα με φωτογραφίες είτε από προσωπικές στιγμές είτε από το μακρινό παρελθόν, μαζί φυσικά με μια εντυπωσιακή προσπάθεια ποινικής παραπομπής της ίδιας της ηγεσίας ενός κόμματος εξουσίας όπως το ΠΑΣΟΚ.
Και είναι γεγονός ότι το «1989» βιώθηκε σε μεγάλο βαθμό ως ένα τραύμα, ως μια οριακή εκδοχή πολιτικής αντιπαράθεσης που υπονόμευσε συνολικά το πολιτικό σύστημα. Αυτό μπορεί να εξηγήσει και την αποστασιοποίηση που πήραν στη συνέχεια από το κλίμα της εποχής τα ίδια τα κόμματα που τότε πρωταγωνίστησαν στην αντιπαράθεση, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ.
Και είναι αλήθεια ότι μπορεί να εμφανίστηκαν άλλες μορφές παθογένεια στη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών, όμως δεν επιστρέψαμε ξανά σε έναν τέτοιο παροξυσμό πολιτικής σύγκρουσης.
Επιστροφή στην πόλωση
Όμως, φαίνεται ότι επιστρέφουμε σε ένα τέτοιο κλίμα μπροστά στον κύκλο εκλογικών μαχών που ξεκινά στις 26 Μαΐου. Το ίδιο το γεγονός ότι βασική παράμετρος της πολιτικής αντιπαράθεσης έγινε η πολιτική αισθητική του αναπληρωτή υπουργού Υγείας Παύλου Πολάκη, είναι ενδεικτικό, όπως και το ότι αυτή προκάλεσε την συζήτηση παροχής εμπιστοσύνης στη Βουλή.
Σε ανάλογη κατεύθυνση κατατείνουν τόσο οι αναφορές στο παρελθόν των οικογενειών των πολιτικών αρχηγών, ο σχολιασμός ιδιωτικών στιγμών, οι υψηλοί τόνοι και η μεταφορά της αισθητικής των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Και προφανώς δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι τόσο η κυβέρνηση έχει επιλέξει να επενδύσει πολιτικά σε εν εξελίξει δικαστικές έρευνες για πολιτικά πρόσωπα που θεωρεί αντίπαλα, όσο βέβαια και τις αντίστοιχες απειλές από τη μεριά της αξιωματικής αντιπολίτευσης για δικαστική διερεύνηση των πεπραγμένων της τρέχουσας κυβέρνησης.
Κι αν την Παρασκευή έκαναν ένα… τάιμ άουτ στη λασπομαχία οι δύο πολιτικοί αρχηγοί η αλήθεια είναι ότι θα περιμένουμε νέα… επεισόδια αυτής της νοσηρής ατμόσφαιρας.
Γιατί επιστρέφουμε σε αντιπαράθεση τύπου 1989;
Όμως γιατί το βλέπουμε; Θα περίμενε κανείς τόσα χρόνια μετά να υπάρχει μεγαλύτερη σύνεση και μεγαλύτερη επένδυση στον πραγματικό πολιτικό διάλογο και την ιδεολογική αντιπαράθεση.
Σε τελική ανάλυση είναι προφανές ότι βρισκόμαστε σε ένα σημείο καμπής για τη νεοελληνική κοινωνία, καθώς ολοκληρώνεται ο κύκλος των μνημονίων και μπαίνουν στο συγκριτικά αχαρτογράφητο τοπίο της μεταμνημονιακής εποχής, την ώρα μάλιστα που πυκνώνουν τα σύννεφα στην παγκόσμια οικονομία.
Θα περίμενε κανείς σε μια τέτοια συγκυρία να κυριαρχούν οι πολιτικές προτάσεις και η πραγματική παραγωγή πολιτικού λόγου για μια νέα φάση που ανοίγεται.
Όμως, η μνημονιακή περίοδος και ο τρόπος που με έναν τρόπο εκχωρήθηκε η βασική αρμοδιότητα χάραξης πολιτικής στον «αυτόματο πιλότο» των μνημονίων και της αναγκαστικής εμμονικής στοχοπροσήλωσης στα πλεονάσματα, είχε ως αποτέλεσμα μια συνολικότερη έκπτωση της ικανότητας του πολιτικού συστήματος να παράγει πολιτικό λόγο και πολιτικό όραμα.
Σημαντική ευθύνη σε αυτό είχε βέβαια ο ΣΥΡΙΖΑ, μια που ενώ μέχρι το 2015 υπήρξε η κατεξοχήν πολιτική δύναμη που επένδυσε πολιτικά στη δυνατότητα να υπάρξει μια εναλλακτική πορεία, μετά τη συνθηκολόγηση του 2015 έγινε ο πολιτικός χώρος που συγκεφαλαίωνε στην πράξη το «δεν μπορεί να υπάρξει εναλλακτική». Όμως, αντικειμενικά με αυτόν τον τρόπο ήταν ως να επιβεβαιώνει την αδυναμία παραγωγής πολιτικών σχεδίων.
Όλα αυτά οδηγούν σε μια προεκλογική περίοδο όπου η φραστική πόλωση και η όξυνση συνδυάζονται με την απουσία μεγάλων πολιτικών διαφορών ανάμεσα στους δύο μονομάχους.
Γιατί πρέπει να παραδεχτούμε ότι ανεξαρτήτως φραστικών διαφορών και τα δύο κόμματα έχουν αποδεχτεί τη δημοσιονομική πειθαρχία, αν και θα ήθελαν μία χαλάρωση ως προς τα πρωτογενή πλεονάσματα, γνωρίζουν ότι θα συνεχιστούν οι ιδιωτικοποιήσεις και ότι το ασφαλιστικό σύστημα δεν πρόκειται ποτέ να επιστρέψει στα προηγούμενα ποσοστά αναπλήρωσης.
Παράλληλα και τα δύο κόμματα λίγο πολύ έχουν δεσμευτεί ότι θα προσπαθήσουν να επαναφέρουν μέρος των απωλειών των μισθωτών και των συνταξιούχων όπως και να περιορίσουν την υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης.
Αντίστοιχα, παρά την έντονη αντιπαράθεση γύρω από τη Συμφωνία των Πρεσπών, κοινή είναι η δέσμευση για την εφαρμογή της όπως και η συνέχιση της τρέχουσας φιλοαμερικανικής και εν γένει φιλοδυτικής εξωτερικής πολιτικής.
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η επιλογή της πόλωσης αντανακλά ακριβώς την αμηχανία για αυτή την απουσία πραγματικών διαφορών πολιτικής. Και τα δύο μεγάλα κόμματα καλούνται να διεκδικήσουν την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων χωρίς να μπορούν να προτείνουν ριζικά διαφορετικά προγράμματα. Όμως, έτσι το μόνο που απομένει ως πεδίο πολιτικής διαφοροποίησης είναι το ζήτημα του ύφους και του ήθους της διαχείρισης.
Η ηθική είναι σημαντική, το ίδιο όμως και η πολιτική
Προφανώς και το θέμα της ηθικής στην πολιτική είναι σημαντικό, όπως και ο βαθμός στον οποίο μια κυβέρνηση θεωρεί ότι λογοδοτεί έναντι των ψηφοφόρων και της κοινωνίας. Και όλα αυτά προφανώς και θα πρέπει να τεκμηριωθούν και με βάση τα δείγματα γραφής που έχει δώσει κάθε κόμμα.
Όμως, υπάρχει μια λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην εύλογη ανάγκη να συζητηθούν ζητήματα ήθους και ύφους της εξουσίας και έναν γενικευμένο πολιτικό «πόλεμο όλων εναντίον όλων» πάνω σε ζητήματα προσωπικής στάσης ή ηθικής.
Γιατί τότε αντί για την ανάδειξη του όποιου ηθικού πλεονεκτήματος, γενικεύεται η αντίληψη «όλοι ίδιοι είναι», η κοινωνία αποξενώνεται από την πολιτική σκηνή και η ακροδεξιά διεκδικεί χώρο να είναι το «αντίπαλο δέος».
Καιρός να βρούμε ξανά την ουσία της πολιτικής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.