Μη σου φανεί παράξενο που γράφω. Οι ζωγραφιές μου δεν μπορούν να θέσουν ερωτήματα. Οι μαρκαδόροι μου δεν έχουν παρά ένα χρώμα. Το κόκκινο. Σου γράφω γιατί θέλω απαντήσεις.
Γιατί μητέρα; Τα απογεύματα τα περνούσαμε μαζί. Συνήθως κοιμόμουν τέτοια ώρα. Τις περισσότερες φορές ονειρευόμουν. Μη φανταστείς τίποτα σπουδαίο. Αυτά που κάναμε μαζί. Με εσένα και τον πατέρα. Κάποτε πρόβαλε δειλά και κάποιος ήρωας του παραμυθιού. Δεν προλάβαμε να τελειώσουμε το τελευταίο παραμύθι μας.
Γιατί μητέρα; Ήταν μια όμορφη μέρα. Ηλιόλουστη και λαμπερή. Σιγά – σιγά βάδιζε προς το τέλος της. Είχαν αρχίσει να ακούγονται στην κοντινή παιδική χαρά τα παιχνίδια των φίλων μου. Το δικό μου παιχνίδι έμεινε στη μέση.
Γιατί μητέρα; Άνοιξες την μπαλκονόπορτα. Με φώναξες. Νόμιζα ότι θα ποτίζαμε μαζί τα λουλούδια. Μου άρεσε πολύ, δεν ξέρω αν το ήξερες. Και ας με μάλωνες όταν πιτσιλιζόμουν. Τι κρίμα που τα μπουμπούκια στη ζαρντινιέρα μας θα παραμείνουν διψασμένα.
Γιατί μητέρα; Είχες ένα παγωμένο βλέμμα. Απόκοσμο. Δεν μίλαγες. Με τράβηξες στο μπαλκόνι. Σχεδόν με έσυρες. Με σήκωσες ψηλά. Δεν με κοίταζες. Και με έβαλες έξω απ’ τα κάγκελα. Δεν είχα αντιληφθεί πόσο ψηλά μένουμε. Δεν μ’ αφήνατε να βγαίνω μόνη μου στο μπαλκόνι. Και διπλοκλειδώνατε την πόρτα.
Γ
ιατί μητέρα; Σε έσφιγγα. Προσπαθούσα να κρατηθώ από πάνω σου. Με άφηνες. Φοβήθηκα. Έκλαιγα. Έψαχνα κάποιον να με κρατήσει. Τον πατέρα. Μια γειτόνισσα σου φώναξε. Δεν κατάλαβα τι απάντησες. Δεν πρόλαβα να ακούσω.Γιατί μητέρα; Ήταν μια όμορφη μέρα. Ηλιόλουστη και λαμπερή. Σιγά – σιγά βάδιζε προς το τέλος της. Είχαν αρχίσει να ακούγονται στην κοντινή παιδική χαρά τα παιχνίδια των φίλων μου. Το δικό μου παιχνίδι έμεινε στη μέση.
Γιατί μητέρα; Άνοιξες την μπαλκονόπορτα. Με φώναξες. Νόμιζα ότι θα ποτίζαμε μαζί τα λουλούδια. Μου άρεσε πολύ, δεν ξέρω αν το ήξερες. Και ας με μάλωνες όταν πιτσιλιζόμουν. Τι κρίμα που τα μπουμπούκια στη ζαρντινιέρα μας θα παραμείνουν διψασμένα.
Γιατί μητέρα; Είχες ένα παγωμένο βλέμμα. Απόκοσμο. Δεν μίλαγες. Με τράβηξες στο μπαλκόνι. Σχεδόν με έσυρες. Με σήκωσες ψηλά. Δεν με κοίταζες. Και με έβαλες έξω απ’ τα κάγκελα. Δεν είχα αντιληφθεί πόσο ψηλά μένουμε. Δεν μ’ αφήνατε να βγαίνω μόνη μου στο μπαλκόνι. Και διπλοκλειδώνατε την πόρτα.
Γ
Γιατί μητέρα; Με άφησες. Και έπεσα. Και μετά από λίγο έπεσες και εσύ. Όπως ήμουν στο έδαφος προσπάθησα να έλθω σε εσένα. Ήθελα να σε αγκαλιάσω και να σου πω ότι δεν πειράζει. Δεν μπορούσα. Ήθελα μα δεν μπορούσα. Και μετά ήλθε η σειρήνα. Πιο δυνατή, πιο άγρια, πιο διαπεραστική από το παιχνίδι που μου πήρατε στη γιορτή μου.
Γιατί μητέρα; Δεν σου κρατώ κακία. Ποτέ δεν σου κράτησα. Για ένα πράγμα στεναχωριέμαι. Δεν με άφησες να πω σε εσένα και στον πατέρα, για τελευταία φορά, πόσο σας αγαπάω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.