Κάθε φορά που ανοίγει ο δημόσιος διάλογος για το μέλλον της ελληνικής γεωργίας, η επιστημονική ανάλυση επικεντρώνεται στη σημασία που έχει ο συνδυασμός τριών βασικών παραγόντων για την επιτυχία οποιουδήποτε εγχειρήματος για τη βελτίωση της βιωσιμότητας και της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού αγροτικού τομέα.
Αυτοί οι βασικοί παράγοντες είναι:
1. Η ικανότητα και η διάθεση των αγροτών να προσαρμόζονται στο συνεχώς μεταβαλλόμενο εγχώριο και διεθνές περιβάλλον.
2. Η ικανότητα και η θέληση του ελληνικού κράτους να ανταποκριθεί στις ανάγκες της ελληνικής αγροτικής παραγωγής και των Ελλήνων αγροτών.
3. Η ικανότητα και η προσαρμοστικότητα της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) να περιλαμβάνει και την ελληνική γεωργία στους ευρύτερους κάθε φορά στόχους της, που αφορούν στο σύνολο της ευρωπαϊκής γεωργίας.
Αυτοί οι βασικοί παράγοντες είναι:
1. Η ικανότητα και η διάθεση των αγροτών να προσαρμόζονται στο συνεχώς μεταβαλλόμενο εγχώριο και διεθνές περιβάλλον.
2. Η ικανότητα και η θέληση του ελληνικού κράτους να ανταποκριθεί στις ανάγκες της ελληνικής αγροτικής παραγωγής και των Ελλήνων αγροτών.
3. Η ικανότητα και η προσαρμοστικότητα της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) να περιλαμβάνει και την ελληνική γεωργία στους ευρύτερους κάθε φορά στόχους της, που αφορούν στο σύνολο της ευρωπαϊκής γεωργίας.
Θα μπορούσαν να διακριθούν τρεις περίοδοι με διαφορετικούς συνδυασμούς των προαναφερόμενων παραγόντων από την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση μέχρι σήμερα.
Στην πρώτη περίοδο, που αρχίζει από το 1981 και φτάνει μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90, οι Ελληνες αγρότες, απολαμβάνοντας μια γενναιόδωρη στήριξη των εισοδημάτων τους από την ΚΑΠ, κάνουν ελάχιστες προσπάθειες προσαρμογής στα νέα δεδομένα, καθώς τα εισοδήματά τους βελτιώνονται σημαντικά.
Το ελληνικό κράτος ελάχιστα ενδιαφέρεται να αντιμετωπίσει τα χρόνια δομικά προβλήματα (μικρός κλήρος, μεγάλη ηλικία αγροτών, χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης κ.ά.), αρκούμενο στην τεχνητή αύξηση των επιδοτήσεων από την Κοινή Αγροτική Πολιτική μέσω νομισματικών προσαρμογών. Αποτέλεσμα είναι να χειροτερεύει συνεχώς το εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων, καθώς μειώνεται η ανταγωνιστικότητα της αγροτικής παραγωγής στην εγχώρια, την ευρωπαϊκή και τη διεθνή αγορά. Ομως αυτή η δυσμενής εξέλιξη δεν επηρεάζει τα αγροτικά εισοδήματα, λόγω των υψηλών επιδοτήσεων της ΚΑΠ.
Στη δεύτερη περίοδο, που αρχίζει από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 για να φτάσει μέχρι την έναρξη της οικονομικής κρίσης στο τέλος της δεκαετίας του 2000, οι Ελληνες αγρότες αρχίζουν να αισθάνονται τους περιορισμούς των κοινοτικών επιδοτήσεων στα εισοδήματά τους, λόγω της αλλαγής της ΚΑΠ. Πραγματοποιούν μεγάλες κινητοποιήσεις, που παραλύουν τη χώρα, ενώ επιχειρούν ελάχιστες διαθρωτικές προσαρμογές μπροστά στις ανάγκες που υπάρχουν. Το ελληνικό κράτος, δεσμευμένο σε σταθερές ισοτιμίες από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ στην προετοιμασία για την υιοθέτηση του ευρώ, δεν μπορεί με νομισματικές προσαρμογές να αυξήσει τις ήδη μειωμένες κοινοτικές επιδοτήσεις – ούτε προχωρά όμως σε ουσιαστικές παρεμβάσεις στις υπάρχουσες «αρχικές» δομές της ελληνικής γεωργίας.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να συνεχιστεί η χειροτέρευση του εμπορικού ισοζυγίου, με συνεχή μείωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής γεωργίας. Ταυτόχρονα όμως μειώνονται σημαντικά τα αγροτικά εισοδήματα, όπως και το ποσοστό του ενεργού αγροτικού πληθυσμού στη χώρα μας, ενώ απειλείται σοβαρά η βιωσιμότητα πολλών εκμεταλλεύσεων, παρά την υποστήριξη του αγροτικού εισοδήματος από τα χαμηλά ημερομίσθια των μεταναστών που έρχονται στην Ελλάδα το διάστημα αυτό.
Στην τρίτη περίοδο, η οποία αρχίζει με το ξέσπασμα της κρίσης στη χώρα μας (2009) και διαρκεί μέχρι σήμερα, οι Ελληνες αγρότες βρίσκονται σε δύσκολη θέση. Παρόλο που οι επιδοτήσεις της ΚΑΠ παρέμεναν σταθερές, οι αγρότες δυσκολεύονται, λόγω της κρίσης, να προωθήσουν τα προϊόντα τους στην εγχώρια αγορά, ενώ δεν μπορούν πλέον να συμπληρώνουν το εισόδημά τους, όπως στο παρελθόν, από άλλες, κυρίως οικοδομικές δραστηριότητες, καθώς αυτές έχουν δραστικά μειωθεί, επίσης λόγω της κρίσης. Η συνεισφορά των χαμηλών ημερομισθίων των ξένων εργατών έχει σχεδόν εξανεμιστεί και οι διαμαρτυρίες των αγροτών δεν έχουν περιεχόμενο, καθώς η κρίση πλήττει περισσότερο τους εργαζόμενους στους εκτός γεωργίας τομείς με αύξηση της ανεργίας και μείωση των μισθών.
Στην περίοδο αυτή το ελληνικό κράτος, απασχολημένο με την εκπλήρωση των «προαπαιτούμενων» μεταρρυθμίσεων προκειμένου να εκταμιευτούν οι δόσεις των δανείων, όπως προβλεπόταν στα τρία αλληλοδιαδεχόμενα μνημόνια από το 2010 μέχρι το 2018, δεν έχει πολλά περιθώρια παρέμβασης στις αγροτικές δομές. Ομως μπροστά στις δυσκολίες οι Ελληνες αγρότες αντιδρούν θετικά. Παρατηρείται σημαντική αύξηση των εξαγωγών αγροτικών προϊόντων, ως αποτέλεσμα της ανάγκης των αγροτών να βελτιώσουν την ποιότητα, να μειώσουν το κόστος στα προϊόντα τους για να είναι εξαγώγιμα και να αναζητήσουν νέες αγορές, εφόσον η εγχώρια είναι συρρικνωμένη από την κρίση.
Προφανώς, αυτές οι θετικές εξελίξεις δεν αφορούν στο σύνολο των Ελλήνων αγροτών, ωστόσο φαίνεται ότι όλο και περισσότεροι είναι τώρα έτοιμοι να «καινοτομήσουν» μπροστά στις δυσκολίες. Η κρατική διαρθρωτική παρέμβαση μετά την έξοδο από τα μνημόνια είναι απολύτως αναγκαία, καθώς οι επιδοτήσεις της ΚΑΠ την επόμενη περίοδο (2021-2027) αναμένεται να μειωθούν και να συνδεθούν με την ποιότητα και την «καθαρότητα» των παραγόμενων αγροτικών προϊόντων.
Αυτή η κρατική παρέμβαση στις αγροτικές δομές πρέπει να στοχεύσει στην ανανέωση του αγροτικού ανθρώπινου δυναμικού και στη συνεχή εκπαίδευση και την άμεση συμβουλευτική στήριξη των αγροτών. Παρόμοια κρατική παρέμβαση χρειάζεται επίσης για τη διεύρυνση των εκμεταλλεύσεων, για την ενίσχυση των συλλογικών πρωτοβουλιών των αγροτών, για την επέκταση της συμβολαιακής γεωργίας, για την ενίσχυση της ολοκληρωμένης και της βιολογικής παραγωγής και, βέβαια, για την υποστήριξη των τεχνολογικών εφαρμογών στη γεωργία ακριβείας κ.α.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.