Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2025

Η «φούσκα» των πλεονασμάτων και η φθίνουσα ανταγωνιστικότητα της οικονομίας Το υπουργείο Οικονομικών παρήγαγε υπερ-πλεόνασμα, κάνοντας οικονομία στις κρατικές δαπάνες. Η «φούσκα» των πλεονασμάτων και η φθίνουσα ανταγωνιστικότητα της οικονομίας

Η «φούσκα» των πλεονασμάτων και η φθίνουσα ανταγωνιστικότητα της οικονομίας Πίσω από την «ειδυλλιακή» εικόνα που παρουσιάζει η κυβέρνηση για την ελληνική οικονομία, κρύβεται διαρκής διάβρωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής παραγωγής, αλλά και μια δημοσιονομική «φούσκα» πλεονάσματος στον κρατικό προϋπολογισμό, η οποία οφείλεται σε έκτακτα έσοδα και αχρείαστη συγκράτηση των κρατικών δαπανών.

Η κατάσταση καλύπτεται προς το παρόν από τις καλές επιδόσεις των «χαρτιών», κυρίως των ελληνικών ομολόγων, για τα οποία όμως καμία εγγύηση δεν υπάρχει πλέον σε έναν κόσμο όπου οι δασμοί του Τραμπ μπορεί να δημιουργήσουν απρόβλεπτες αναταράξεις.

Σταθερή υποχώρηση εμφανίζει η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, όπως αυτή αντανακλάται στο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, δηλαδή τη διαφορά μεταξύ των κεφαλαίων που μπαίνουν και εκείνων που βγαίνουν από τη χώρα για συναλλαγές εμπορευμάτων και υπηρεσιών.

Η κατάσταση επιδεινώνεται διαρκώς στον τομέα αυτό, ένδειξη ότι η παραγωγή αγαθών δεν είναι ανταγωνιστική και ότι η διαφημιζόμενη αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος την οποία διαφημίζει η κυβέρνηση δεν επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία.

Παρά την αύξηση των εσόδων από τον τουρισμό τα οποία έφτασαν στα 21,2 δισ ευρώ στο ενδεκάμηνο του 2024 (+4,9% σε σχέση με πέρυσι), το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μεγάλωσε και διαμορφώθηκε στα 11,5 δισ. ευρώ (+4,5%).

Η κύρια αιτία ήταν η αύξηση του εμπορικού ελλείμματος αφού στο διάστημα αυτό οι εξαγωγές μειώθηκαν και οι εισαγωγές αυξήθηκαν.

Στο 11μηνο, το εμπορικό έλλειμμα έφτασε τα 32,4 δισ. ευρώ, με εξαγωγές 44,7 δισ. ευρώ (-4,3% σε σχέση με το 11μηνο του 2023) και εισαγωγές 77,1 δισ. ευρώ (+1,4% από πέρσι).

Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι το υπ΄αριθμόν ένα καμπανάκι για την οικονομία, αφού η επιδείνωσή του διαψεύδει το κυβερνητικό αφήγημα περί επιτυχίας της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης και αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου, ενώ από την άλλη προμηνύει δυσκολότερες ημέρες.

Η ελληνική οικονομία δεν έχει καταφέρει να παράξει ανταγωνιστικά αγαθά υψηλής προστιθέμενης αξίας τα οποία είναι ανθεκτικά στις δύσκολες συγκυρίες που διαγράφονται στον ορίζοντας καθώς οι μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες, που είναι οι κύριοι πελάτες των ελληνικών εξαγωγών βρίσκονται σε κρίση.

Η παραγωγική αδυναμία είναι η Αχίλλειος Πτέρνα της ελληνικής οικονομίας και σε περίοδο αναταράξεων στο διεθνές εμπόριο όπως αυτές που έρχονται λόγω των δασμών που θα ξεκινήσουν από τις ΗΠΑ, οι ελληνικές εξαγωγές πιθανόν να είναι τα πρώτα θύματα.

Προς το παρόν, το συνολικό ισοζύγιο στις συναλλαγές με το εξωτερικό, καλύπτεται από τις εισαγωγές κεφαλαίων για επενδύσεις, κυρίως χαρτοφυλακίου -σε κρατικά ομόλογα κατά το μεγαλύτερο μέρος και δευτερευόντως σε μετοχές- που είναι σήμερα ελκυστικά λόγω των αναβαθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, αλλά η κατάσταση δεν παύει να αντανακλά το δομικό έλλειμμα ανταγωνιστικότητας.

Εάν, όμως, οι σχέσεις ΗΠΑ - Ευρωζώνης δημιουργήσουν αναταράξεις στις κεφαλαιαγορές δεν αποκλείεται να διαταραχθεί και η ειδυλλιακή εικόνα που υπάρχει στα ελληνικά ομόλογα τα οποία προσελκύουν κεφάλαια και διασώζουν το συνολικό ισοζύγιο με το εξωτερικό.

Το υπερ-πλεόνασμα Χατζηδάκη

Το έλλειμμα στις χρηματικές συναλλαγές με το εξωτερικό ήταν η μία από τις δύο μεγάλες πληγές της οικονομίας που οδήγησαν στην κρίση το 2010.

Η άλλη μεγάλη πληγή ήταν το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού, το οποίο τότε είχε ξεπεράσει το 15% του ΑΕΠ αλλά σήμερα έχει πρακτικά μηδενιστεί.

Αυτό όμως επιτυγχάνεται με την παραγωγή υπερβολικών πρωτογενών πλεονασμάτων, για τα οποία ο υπουργός Οικονομικών καυχιέται και τα επιδεικνύει ως δείγμα συνετής διαχείρισης, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για αχρείαστη εξοικονόμηση κρατικών δαπανών, οι οποίες θα μπορούσαν να κατευθυνθούν σε κρίσιμες δημόσιες υπηρεσίες και αγαθά, τα οποία συστηματικά υπο χρηματοδοτούνται.

Ο κρατικός προϋπολογισμός παράγει πλεόνασμα προτού πληρωθούν οι τόκοι του χρέους (έχει δηλαδή το «πρωτογενές πλεόνασμα») και μάλιστα το 2024 ξεπέρασε όλες τις προβλέψεις καθώς έφτασε στα 8,6 δισ. ευρώ ενώ ο στόχος ήταν 4,6 δισ. ευρώ από 3,9 δισ. ευρώ που είχε φτάσει το 2023.

Το μεγαλύτερο μέρος της υπέρβασης του στόχου οφείλεται στα έσοδα από την παραχώρηση της Αττικής Οδού (3,2 δισ. ευρώ ), από καθυστερήσεις στις πληρωμές προς φορείς κοινωνικής ασφάλισης (1,9 δισ. ευρώ) και από μετακύλιση δαπανών για εξοπλισμούς (740 εκατ. ευρώ).

Η Ελλάδα έχει υποχρέωση να παράγει πρωτογενές πλεόνασμα, στο πλαίσιο της ρύθμισης του χρέους που έγινε με τα μνημόνια, ώστε να είναι σε θέση να αποπληρώνει τις οφειλές,

Όμως το γεγονός ότι η κυβέρνηση παράγει υπερ-πλεόνασμα σε τέτοιο βαθμό σημαίνει ότι οι πόροι που εξοικονομούνται στον προϋπολογισμό, αποστερούνται από τη χρηματοδότηση κρίσιμων δημοσίων αγαθών και υπηρεσιών, οι οποίες έχουν συρρικνωθεί μετά την κρίση και τα μνημόνια.

Είναι ενδεικτικό ότι σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών οι δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού το 2024 έφτασαν τα 73,7 δισ. ευρώ, κατά 2,7 δισ. ευρώ λιγότερα έναντι του στόχου που είχε γραφτεί στον προϋπολογισμό.

Με άλλα λόγια, το υπουργείο Οικονομικών παρήγαγε υπερ-πλεόνασμα, κάνοντας οικονομία στις κρατικές δαπάνες, παρόλο που υπήρχε και το μαξιλάρι από την παραχώρηση της Αττικής Οδού.

Η εξοικονόμηση δαπανών όταν γίνονται σπατάλες είναι χρήσιμη, αλλά όταν μιλάμε για την ελληνική οικονομία και τον κρατικό μηχανισμό ο οποίος πάσχει από υποχρηματοδότηση σχεδόν παντού, είναι στην καλύτερη περίπτωση τεράστιο λάθος.

Η αλήθεια είναι ότι ο υπουργός Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης δεν έπεσε έξω στους υπολογισμούς, αντιθέτως, σκόπιμα δημιούργησε το υπερ-πλεόνασμα για να δημιουργήσει ένα απόθεμα με το οποίο θα χρηματοδοτηθούν κάποια επιδόματα και pass το επόμενο διάστημα, τα οποία υποτίθεται ότι έχουν υψηλό πολιτικό όφελος και προφανώς η κυβέρνηση ελπίζει να ωφεληθεί σε μια περίοδο που υφίσταται φθορά.

Η τακτική αυτή δημιουργεί μια δημοσιονομική «φούσκα» πλεονάσματος η οποία έχει καθαρά μικροπολιτική στόχευση, σε βάρος του μακροχρόνιου οικονομικού σχεδιασμού.

Αντί το υπουργείο Οικονομικών να σχεδιάσει μακροχρόνιες δράσεις για την στρατηγική ενίσχυση των κρατικών μηχανισμών πρόνοιας και της ελληνικής οικονομίας με τα 4 δισ. ευρώ που περίσσεψαν από την διαχείριση του προϋπολογισμού, δημιουργεί ένα «μαξιλάρι» για να πελατειακές παροχές.

Για την ιστορία να θυμίσουμε ότι αυτή η τακτική δεν είναι καινούρια. Την είχε εφαρμόσει πρώτος ο ο υπουργός Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ Ευκλείδης Τσακαλώτος ο οποίος επί των ημερών του είχε σκόπιμα «στραγγίξει» την αγορά και τους φορολογούμενους, για να δημιουργήσει ένα «υπερ-πλεόνασμα», πέραν των μνημονιακών υποχρεώσεων που είχε. «Πέτυχε» επίσης και υπερ συσσώρευση του ταμειακού αποθέματος («μαξιλάρι») το οποίο αντί για τα περίπου 15 δισ. ευρώ που ήταν η μνημονιακή υποχρέωση έφτασε στα 35 δισ. ευρώ χάρη στην υπερφορολόγηση.

Ο Τσακαλώτος θεωρούσε μεγάλη επιτυχία την παραγωγή υπερ-πλεονασματος αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ πλήρωσε ακριβά στις εκλογές το υπερ-πλεόνασμα και την υπερ-φορολόγηση.

Αραγε ο Κωστής Χατζηδάκης θα έχει την ίδια τύχη;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Αρχειοθήκη ιστολογίου