Κάποια στιγμή πρέπει να αναμετρηθούμε με την πραγματικότητα της μειονότητας στη Θράκη
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή οι κυβερνήσεις Ελλάδας και Τουρκίας συναποφάσισαν κάτι που με βάση τα κριτήρια του διεθνούς δικαίου, κριτήρια που σήμερα θεωρούμε αυτονόητα, ισοδυναμούσε με αυτό που περιγράφουμε ως εθνοκάθαρση: μια πολύ μεγάλης κλίμακας υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών που θα εξασφάλιζε ότι οι δύο χώρες θα ήταν έκτοτε σχετικά εθνικά ομογενείς.
Το βασικό κριτήριο με το οποίο έγινε η ανταλλαγή των πληθυσμών ήταν αυτό της θρησκείας ακολουθώντας εδώ ουσιαστικά την προηγούμενη κατηγοριοποίηση των υπηκόων εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ως Έλληνες ορίστηκαν οι Ελληνορθόδοξοι που κατοικούσαν σε περιοχές της Τουρκίας και από την άλλη μεριά ως ανταλλάξιμος τουρκικός πληθυσμός θεωρήθηκαν οι Μουσουλμάνοι που βρίσκονταν εντός ελληνικών συνόρων. Το αποτέλεσμα αυτή της ανταλλαγής ήταν ανάμεσα στα άλλα να υποχρεωθούν να μετοικήσουν στην Τουρκία ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι και να έρθουν στην Ελλάδα μαζί με τους άλλους πρόσφυγες τουρκόφωνοι χριστιανοί ορθόδοξοι.
Από αυτούς τους ελληνικούς και τουρκικούς πληθυσμούς που θα ανταλλάσσονταν (γιατί έτσι περιγράφονται στην σχετική Σύμβαση “Concerning the Exchange of Greek and Turkish Populations” που συνοδεύει τη Συνθήκη της Λωζάννης), εξαιρέθηκαν οι Eλληνορθόδοξοι στην Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο και την Τένεδο και οι Mουσουλμάνοι στη Θράκη. Οι πρώτοι αναφέρονται και ως Έλληνες, οι δεύτεροι ως Μουσουλμάνοι. Αντίστοιχα, οι δύο χώρες ανέλαβαν την υποχρέωση να υπερασπίζονται τα δικαιώματα της μουσουλμανικής μειονότητας (η Ελλάδα) και των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων (η Τουρκία).
Βεβαίως, εκείνη τη στιγμή και οι δύο χώρες αναφέρονταν σε δυνάμει «εθνικούς» πληθυσμούς. Το ελληνικό κράτος θεωρούσε το σύνολο των Ελληνορθοδόξων στο έδαφος της Τουρκίας ως Έλληνες. Από τη μεριά της η Τουρκία σε εκείνη τη φάση επιδίωξε να χαρακτηριστούν οι πληθυσμοί που την αφορούσαν (και ως ανταλλάξιμοι και ως μειονότητα) ως Μουσουλμάνοι.
Αυτό είχε να κάνει με το ότι δεν επεδίωκε να αναδείξει το ζήτημα ότι και στην Τουρκία οι Μουσουλμάνοι δεν ήταν όλοι Τούρκοι, με τη στενή εθνολογική έννοια του όρου, εφόσον υπήρχαν και άλλες εθνότητες, όπως οι Κούρδοι. Την ίδια ώρα δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μπορεί ο Κεμάλ να επεδίωκε μια εκκοσμίκευση του κράτους σε τομή με την Οθωμανική κληρονομιά, την ίδια στιγμή εξαρχής το Ισλάμ θεωρήθηκε στοιχείο της νέας τουρκικής ταυτότητας.
Δηλαδή, και η Τουρκία σε εκείνα τα πρώτα βήματα του κεμαλικού κράτους θεωρούσε ως Τούρκους ή ως δυνάμει Τούρκους όλους τους μουσουλμάνους σε εδάφη της τέως Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και όχι μόνο τους αμιγώς τουρκογενείς. Δεν είναι τυχαίο για παράδειγμα ότι θα υπάρξουν ειδικές διαπραγματεύσεις για να εξαιρεθούν της ανταλλαγής και να θεωρηθούν αλβανικής καταγωγής, οι αλβανόφωνοι μουσουλμάνοι της Ηπείρου, οι Τσάμηδες.
Αυτό ως ένα βαθμό ακολουθούσε τον τρόπο λειτουργίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που δεν αναγνώριζε εθνότητες αλλά θρησκευτικές κοινότητες, τα μιλέτ.
Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα ένα παράδοξο: ενώ η μειονότητα περιγράφεται ως μουσουλμανική, εντούτοις της αναγνωρίζεται, επί της ουσίας, ένα εθνικό κέντρο, δηλαδή η Τουρκία, καθώς είναι ακριβώς το πλαίσιο της Συνθήκης της Λωζάννης που ταυτόχρονα αναγνωρίζει τη μειονότητα ως μουσουλμανική, αλλά και λέει ότι τα ζητήματα αυτά αφορούν αντίστοιχα την Ελλάδα και την Τουρκία.
Ωστόσο, είναι σαφές ότι αυτό που περιγράφεται από την συνθήκη και την πρακτική των κρατών δεν είναι απλώς μια «θρησκευτική μειονότητα». Αυτό που περιγράφεται είναι η μόνη αναγνωρισμένη μειονότητα στην Ελλάδα, με τον τρόπο που ορίζουμε τη μειονότητα, δηλαδή μια ομάδα που δεν ανήκει στον πλειονοτικό εθνικό κορμό και έχει εξ αυτού του λόγου και ειδικά δικαιώματα. Αυτό διαχωρίζει το καθεστώς των Μουσουλμάνων της Θράκης ως μειονότητας, από τις μειοψηφικές θρησκευτικές κοινότητες που υπάρχουν στη χώρα μας και που μπορεί να έχουν και ιδιαίτερα θεσμικά αναγνωρισμένα δικαιώματα, όπως είναι αυτά που για παράδειγμα ισχύουν για τις Εβραϊκές Κοινότητες στην Ελλάδα.
Και εάν για την ελληνορθόδοξη μειονότητα στην Τουρκία η ταύτιση με μια έννοια ελληνικής μειονότητας ήταν γενικά αποδεκτή και από τις δύο πλευρές, αντίστοιχα σε μια πρώτη φάση οι δύο χώρες επίσης βολεύονταν με την περιγραφή της μειονότητας στη Θράκη ως Μουσουλμανικής. Για την μεν Τουρκία αντιστοιχούσε στην τότε περιγραφή του δυνάμει εθνικού κορμού του νέου κράτους, για τη Ελλάδα διευκόλυνε στην αποφυγή της ταύτισης με το διπλανό κράτος. Άλλωστε, σε εκείνη τη φάση η μειονότητα, κατά βάση αγροτική και ιδιαίτερα συντηρητική έδειχνε αρκετά μακρινή από τον ανερχόμενο κεμαλισμό. Μάλιστα, για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα η Μουσουλμανική Μειονότητα θα έχει μια εσωτερική σύγκρουση ως προς την ταυτότητά της, με την αντιπαράθεση ανάμεσα στα πιο συντηρητικά στοιχεία (τους «παλαιομουσουλμάνους») και τους κεμαλιστές νεωτεριστές.
Ο στόχος να αποφευγχθεί ο «εκτουρκισμός»
Βεβαίως, αυτό ακριβώς το στοιχείο θα διαμορφώσει και για το ελληνικό κράτος και τις κυβερνήσεις του μια προσπάθεια εξαρχής να αποφευχθεί η ταύτιση της μειονότητας με το τουρκικό κράτος και κατ’ επέκταση την τουρκική ταυτότητα. Είναι η στρατηγική αποφυγής του εκτουρκισμού.
Ωστόσο, αυτή η πολιτική δεν είναι τόσο μονοδιάστατη. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, η ελληνική πολιτική θα αποδεχτεί, αν όχι και θα ενθαρρύνει, την «τουρκική» ταυτότητα σημαντικού μέρους της μειονότητας, για λόγους που είχαν να κάνουν με το τότε πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων αλλά και το Κυπριακό (με τις ελληνικές κυβερνήσεις να θέλουν να δείξουν ότι μπορούν να σεβαστούν τα δικαιώματα μιας «τουρκικής μειονότητας»– που ήταν και επίδικο της διαπραγμάτευσης για το Κυπριακό).
Αντίστοιχα, ο ερχομός της Χούντας όπως και η επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων θα οδηγήσουν σε μια αντιστροφή αυτής της πολιτικής και άρα εκ νέου μια πολιτική «αποτουρκοποίησης» της μειονότητας.
Η περίοδος της Χούντας άλλωστε σηματοδοτεί και την εμφάνιση πραγματικών διακρίσεων σε βάρος της μειονότητας, με ποικίλους τρόπους, συμπεριλαμβανομένων των διαρκών προσκομμάτων σε ζητήματα που αφορούσαν αγοραπωλησίες γης, της δυσκολίας στην άσκηση επαγγέλματος και σε άλλα επίπεδα, που θα συνεχιστούν και στη δεκαετία του 1970 και του 1980. Ενδεικτικές οι περιπτώσεις άρνησης π.χ. να χορηγηθεί άδεια φαρμακείου σε μειονοτικούς φαρμακοποιούς παρότι είχαν όλα τα απαραίτητα προσόντα.
Μόνο από τη δεκαετία του 1990 αυτά τα πράγματα αρχίζουν να βελτιώνονται όταν εκτός των άλλων καθιερώνεται και καλύτερη πρόσβαση στην εκπαίδευση, συμπεριλαμβανομένης της ανώτατης (με την καθιέρωση της σχετικής ποσόστωσης, την ανάπτυξη ειδικών προγραμμάτων, τα νέα διαπολιστισμικά σχολεία κ.λπ.). Βεβαίως παρέμεινε η διαρκής αντιπαράθεση για το εάν οι μουφτήδες θα είναι της εμπιστοσύνης της μειονότητας ή θα διορίζονται από το ελληνικό κράτος.
Οι διαφοροποιήσεις εντός της μειονότητας
Η παραδοσιακή κατηγοριοποίηση της μειονότητας διακρίνει τρεις κατηγορίες: τους τουρκογενείς, του Πομάκους και τους Αθίγγανους (Ρομά). Βεβαίως, ειδικά για τους «τουρκογενείς», δηλαδή αυτούς που ήταν τουρκόφωνοι, πιο σωστό είναι να πούμε – όπως το συναντάμε και στη σχετική βιβλιογραφία – ότι είναι οι «Μειονοτικοί Τούρκοι».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η ειδική μεταχείριση των Πομάκων, δηλαδή του σλαβόφωνου τμήματος της μειονότητας. Εδώ ο φόβος των ελληνικών κυβερνήσεων δεν αφορούσε μόνο την Τουρκία (σε ορισμένες στιγμές ούτε καν κυρίως) αλλά και τον βουλγαρικό εθνικισμό που θεωρούσε τους Πομάκους πρακτικά μουσουλμάνους βουλγαρικής καταγωγής. Αυτό στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου και την ένταξη της Βουλγαρίας στο «σοσιαλιστικό στρατόπεδο» εντάθηκε ακόμη περισσότερο καθώς το ζήτημα της «συνείδησης» των Πομάκων συσχετίστηκε με την αντιμετώπιση του «από βορρά κινδύνου». Τα χωριά των Πομάκων θα περιλαμβάνονται στην ειδική επιτηρούμενη ζώνη στα βόρεια σύνορα που θα παραμείνει σε ισχύ έως τη δεκαετία του 1990. Η πολιτική του διαχωρισμού επεδίωκε κατά βάση να αποφύγει το ενδεχόμενο να αναπτυχθεί στους Πομάκους φιλο-βουλγαρική συνείδηση (παρότι τέτοια στοιχεία αυτοπροσδιορισμού δεν καταγράφονταν γενικά), όμως, με το να αυξανει τις σε βάρος τους διακρίσεις κατόρθωνε να έχει το αποτέλεσμα οι Πομάκοι να βλέπουν την Τουρκία ως το «εθνικό κέντρο» της μουσουλμανικής μειονότητας. Αυτό εν μέρει θα τονωθεί και από τις πολιτικές της δεκαετίας του 1950 του ελληνικού κράτους που αναγνώριζαν και «τουρκική» ταυτότητα.
Και αυτό παρότι επιλογές όπως π.χ. ότι τα σχολικά βιβλία για τα σχολεία στα Πομακοχώρια για αρκετά χρόνια θα είναι γραμμένα με το παλαιό αραβικό αλφάβητο και όχι το λατινικό που καθιέρωσε ο Κεμάλ. Όταν θα αρθούν οι περιορισμοί που υφίσταντο οι Πομάκοι, θα υπάρξει μια μεγαλύτερη έμφαση στην τόνωση της ιδιαίτερης ταυτότητας τους ως «Πομάκων» σε αντιδιαστολή και με τη βουλγαρική και με την τουρκική ταυτότητα.
Αντίστοιχα, οι Αθίγγανοι, αποτελούν μια ακόμη εσωτερική διάκριση εντός της μειονότητας, όπου ο μειονοτικός χαρακτήρας, συναντιέται με τα προβλήματα διακρίσεων που ούτως ή άλλως αντιμετωπίζουν οι Ρομά, εν προκειμένω ακόμη και από τον υπόλοιπο μειονοτικό πληθυσμό.
Ως προς την ελληνική πολιτική η επιμονή ότι είναι μια «θρησκευτική μειονότητα», της οποίας τα δικαιώματα αναγνωρίζονται θα θεωρηθεί ως επαρκής άμυνα απέναντι στο ενδεχόμενο να θεωρηθεί «τουρκική εθνική μειονότητα», παρότι για ένα διάστημα στις δεκαετίες του 1950 και 1960 θα υπάρξει, όπως ήδη αναφέραμε, μεγαλύτερη αποδοχή της αναφοράς σε «τουρκική μειονότητα».
Προβλήματα θα δημιουργεί ο τρόπος με τον οποίο κατά καιρούς θα επανέρχεται στο προσκήνιο η λεγόμενη «αμοιβαιότητα» (μια πρόβλεψη της Συνθήκης της Λωζάννης), ήδη από την εποχή της Χούντας, που συχνά θα ερμηνεύεται εσφαλμένα ως δυνατότητα «αντιποίνων».
Το δύσκολο ερώτημα του αυτοπροσδιορισμού
Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι ότι η μειονότητα ολοένα και περισσότερο θα αυτοπροσδιορίζεται ως «Τούρκοι». Αυτό το συναντά κανείς όχι μόνο στους «Τουρκογενείς» («Μειονοτικούς Τούρκους»), αλλά και σε Πομάκους και Αθιγγάνους και καταγράφεται εδώ και αρκετά χρόνια (ενδεικτική η μαζική υπερψήφιση των μειονοτικών κομμάτων στη δεκαετία του 1980 στα Πομακοχώρια). Προφανώς θα υπάρξουν και παράγοντες της μειονότητας, ιδίως Πομάκοι, που θα επιμείνουν σε μια μη τουρκική ταυτότητα.
Οι διακρίσεις σε βάρος τους, κύρια με τη μορφή των δυσκολιών για την επίτευξη πλήρους ισονομίας που θα υπάρξουν για αρκετά χρόνια θα επιτείνουν αυτή την τάση. Ούτως ή άλλως, όπως σταδιακά αποσαφηνίζεται η τουρκική ταυτότητα στην ίδια την Τουρκία, έτσι όλο και περισσότερο η Τουρκία θα γίνεται ένα από τα σημεία αναφοράς της ίδιας της μειονότητας, την ώρα που η ίδια η Τουρκία θα θεωρεί όλο και περισσότερο τη δική της διασπορά ως στοιχείο εξωτερικής πολιτικής.
Αυτό θα είναι ακόμη πιο έντονο όταν η Τουρκία θα αρχίσει, ήδη από τη δεκαετία του 1980 και τις κυβερνήσεις του Τουργκούτ Οζάλ να βλέπει τους «τουρκογενείς» πληθυσμούς (που βεβαίως περιλάμβανε ακόμη και τους μη τουρκογενείς μουσουλμανικούς πληθυσμούς στα Βαλκάνια) και στα Βαλκάνια και στην Κεντρική Ασία ως τμήμα ενός ευρύτερου «τουρκικού κόσμου», στοιχείο που αργότερα θα το δούμε και στην πολιτική του AKP.
Την ίδια στιγμή όσο η Τουρκία επιτείνει την προσπάθεια ένταξης της μειονότητα στην εξωτερική πολιτική, τόσο περισσότερο εντείνεται και η αντίδραση σε οποιαδήποτε φωνή εντός της μειονότητας διεκδικεί έναν αυτοπροσδιορισμό γύρω από μια τουρκική ταυτότητα.
Το ζήτημα της εκπροσώπησης της μειονότητας
Η ελληνική αντίδραση σε αυτό θα πάρει διάφορες μορφές. Μία πρώτη επιλογή, ήταν η αποφυγή της δυνατότητας να έχει η μειονότητα αυτοτελή πολιτική έκφραση. Η θέσπιση εκλογικού ορίου 3% για την είσοδο στη Βουλή, που ήταν μάλλον ξένη στην μέχρι τότε κοινοβουλευτική παράδοση, έγινε ακριβώς για να μην μπορεί να υπάρξει μειονοτικό κόμμα με αξιώσεις εκλογής.
Από την άλλη, υπήρξε όμως και μια προσπάθεια από τη δεκαετία του 1990 και μετά για άρση των διακρίσεων – συμπεριλαμβανομένης της κατάργησης της επιτηρούμενης ζώνης – για βελτίωση της εκπαίδευσης, για εισαγωγή μορφών διαπολιτισμικής εκπαίδευσης, για αύξηση της πρόσβασης στην εκπαίδευση και στα Πανεπιστήμια. Αυτό θα συνδυαστεί, όπως αναφέρθηκε, και με προσπάθειες να τονωθούν οι διακριτές μη τουρκικές ταυτότητες εντός της μειονότητας. Βεβαίως παρέμεινε πάντα ανοιχτό το θέμα της Μουφτείας και του ορισμού μουφτήδων, με την τελευταία νομοθετική ρύθμιση να είναι το 2022.
Από την άλλη, παρέμεινε ανοιχτό το ζήτημα του (αυτό)προσδιορισμού, καθώς οι ελληνικές αρχές παγίως αρνούνται τη δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού τμήματος της μειονότητας ως «τουρκικής» παρότι σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το ζήτημα αυτό έχει κριθεί υπέρ του δικαιώματος να μπορούν σύλλογοι στη Θράκη να φέρουν την επωνυμία «Τουρκικός», εν προκειμένω «Τουρκική Ένωση Ξάνθης».
Μέσα σε όλη αυτή τη συνθήκη αναπτύχθηκε η δράση και των τουρκικών αρχών, κυρίως μέσω του Τουρκικού Προξενείου, που με τη σειρά του υποστήριξε και υποστηρίζει διάφορες μη θεσμοθετημένες μορφές «διαβούλευσης» της μειονότητας όπως είναι η «Ανώτατη Συμβουλευτική Επιτροπή Τούρκων Δυτικής Θράκης»
Η ντε φάκτο ακύρωση της δυνατότητας να υπάρξει ένας σχηματισμός της μειονότητας που να μπορεί να εκλέξει βουλευτές, σήμαινε ότι το ζήτημα της εκπροσώπησης περνούσε στη δυνατότητα να εκλέγονται μουσουλμάνοι βουλευτές μέσω από τα άλλα κόμματα. Αυτό με της σειρά του, εδώ και χρόνια γέννησε την αντιπαράθεση γύρω από το εάν αυτοί οι βουλευτές είναι «καθ’ υπόδειξη» του Προξενείου της Τουρκίας.
Βεβαίως δεν είναι χωρίς σημασία ότι το Κόμμα Ισότητας, Ειρήνης και Φιλίας, που δηλώνει ότι εκπροσωπεί τη μειονότητα, πήρε 42.792 ψήφους στις ευρωεκλογές του 2014 και 40.245 ψήφους στις ευρωεκλογές του 2019, όντας και στις δύο περιπτώσεις το πρώτο κόμμα σε Ροδόπη και Ξάνθη.
Η συζήτηση για τον ρόλο του προξενείου έχει συζητηθεί πολλές φορές εδώ και χρόνια. Εν μέρει πατά σε υπαρκτές κινήσεις που κάνει η Τουρκία στην προσπάθειά της να έχει ρόλο «εθνικού κέντρου», εν μέρει υπερτονίζεται ίσως ως έκφραση της αμηχανίας που προκαλεί το γεγονός ότι η μειονότητα επιδιώκει να έχει εκπροσώπηση ως «μειονότητα», όπως και το γεγονός ότι είτε θέλουμε να το παραδεχτούμε είτε όχι, μεγάλο μέρος της μειονότητας αυτοπροσδιορίζεται γύρω από μια τουρκική ταυτότητα.
Η άρνηση κάθε εργαλειοποίησης
Προφανώς και κάθε εργαλειοποίηση της μειονότητας είναι καταδικαστέα – και η Τουρκία έχει έναν σαφή τέτοιο σχεδιασμό–, όμως καλό είναι να θυμόμαστε ότι εξίσου καταδικαστέα πρέπει να είναι κάθε προσπάθεια να αξιοποιηθεί μια μειονότητα στα Βαλκάνια ως «μακρύ χέρι» κάποιου εθνικού κέντρου.
Από την άλλη, οι υπαρκτές προσπάθειες εργαλειοποίησης της μειονότητας δεν μπορούν να σημαίνουν και διακινδύνευση των δικαιωμάτων της. Να το πούμε διαφορετικά: είναι εξαιρετικά προβληματικό να συνδέεται η ύπαρξη των αναγνωρισμένων δικαιωμάτων της μειονότητας με το εάν θα ψηφίσει την όποια επιλογή που θα κάνει.
Παραπέρα, το γεγονός ότι το ελληνικό κράτος επιλέγει να μείνει στο «γράμμα» των συνθηκών ως προς τον χαρακτηρισμό της μειονότητας ως μουσουλμανικής δεν σημαίνει ότι η συζήτηση για το εάν, με όρους αναφοράς, συνείδησης, ταυτότητας, αυτοπροσδιορισμού, μπορούμε να μιλάμε και για μια μειονότητα όπου ένα σημαντικό μέρος της αυτοπροσδιορίζεται ως τουρκική, δεν είναι πραγματική. Το εάν αυτή η ταυτότητα μπορεί να εργαλειοποιηθεί ή θα ήθελε η Τουρκία να την εργαλειοποιήσει, δεν αναιρεί την πραγματικότητά της ως βίωμα ανθρώπων της μειονότητας.
Πράγμα που σημαίνει ότι επιστρέφουμε στην αφετηρία ότι οποιαδήποτε συζήτηση για τη μειονότητα καλό είναι να έχει ως στόχο κυρίως εκείνη τη δημοκρατική έμφαση τόσο στα δικαιώματα (συμπεριλαμβανομένου του αυτοπροσδιορισμού) με παράλληλη προσπάθεια για όρους ενότητας της τοπικής και ευρύτερης κοινωνίας και όχι διαχωρισμού, παρά «προληπτικά μέτρα» που συχνά καταλήγουν στο αντίθετο αποτέλεσμα. Γιατί όντως οι μειονότητες μπορούν να αξιοποιηθούν στο πλαίσιο ανταγωνισμών, μπορούν να παίξουν και ρόλο γέφυρας ανάσα σε κοινωνίες και λαούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.