Δευτέρα 26 Ιουνίου 2023

Εκλογές: Ο νέος πολιτικός συσχετισμός και τα πραγματικά όριά του

 


Οι εκλογές διαμόρφωσαν ένα νέο συσχετισμό στην πολιτική ζωή. Ωστόσο δεν θα πρέπει να θεωρείται παγιωμένος

Υπάρχουν ορισμένα στοιχεία που καλό είναι να κρατήσει κανείς από αυτή την εκλογική μάχη για να μπορέσει να δει τις δυναμικές που αναπτύσσονται στην επόμενη μέρα, αλλά και ταυτόχρονα να εξετάσει ποιες είναι οι αντιφάσεις ή τα όρια αυτού του συσχετισμού.

Ποια είναι τελικά τα κόμματα εξουσίας σήμερα;

Το πρώτο στοιχείο είναι ότι έχουμε ένα παράδοξο πλέον στην ελληνική πολιτική ζωή. Έχουμε ένα πολιτικό σκηνικό όπου έχουμε πλέον μόνο ένα πραγματικό κόμμα εξουσίας, με την έννοια ενός κόμματος που παίρνει πάνω από 30% και διεκδικεί ακόμη και την αυτοδυναμία.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Απέναντι στην ακροδεξιά στροφή, αυτό που χρειάζεται είναι προοδευτική αντίσταση

Αυτό είναι σήμερα η Νέα Δημοκρατία, παρότι βρίσκεται λίγο πάνω από το 40% και παρότι σε αυτές τις εκλογές είχε υποχώρηση και σε ποσοστό και σε απόλυτο αριθμό ψήφων, δείχνοντας ότι μάλλον έφτασε στα όρια της δυναμικής της.

Απέναντί της ο ΣΥΡΙΖΑ, έχοντας μια δεύτερη υποχώρηση του ποσοστού του κάτω από το συμβολικό όριο του 20%, δείχνει να χάνει αυτό τον χαρακτήρα του άλλου πόλου ενός δυνάμει νέου δικομματισμού που φάνηκε πρόσκαιρα να διαμορφώνεται στην περίοδο 2015-2020.

Ακόμη περισσότερο ενδιαφέρον έχει ότι αυτή τη στιγμή ούτε το άθροισμα ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ ξεπερνάει το κρίσιμο κατώφλι του 30%, αποδεικνύοντας ότι μια ολόκληρη επένδυση σε ενδεχόμενη προοδευτική πλειοψηφία μάλλον δεν πάταγε πάνω σε πραγματικές δυναμικές.

Η εκτίναξη της ακροδεξιάς

Την ίδια στιγμή εμφανίζεται για πρώτη φορά σε τέτοια κλίμακα ένας ισχυρός πόλος της άκρας δεξιάς στην πραγματική πολυμορφία και του. Πλάι στην εκ των προτέρων παρουσία της Ελληνικής Λύσης με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της έχουμε άλλους δύο νέους πόλους.

Ο ένας είναι η Νίκη, η πρώτη τέτοια εμφάνιση της μιας «θρησκευτικής δεξιάς» στην Ελλάδα, αποτέλεσμα εκτός των άλλων και μιας ιδιότυπης «ανυπακοής» τμήματος του χριστεπώνυμου πληρώματος απέναντι στην παράδοση που ήθελε την Εκκλησία κυρίως να εξασφαλίζει παραχωρήσεις μέσα από την κατανομή της στήριξης προς τα κόμματα εξουσίας.

Ο άλλος είναι οι Σπαρτιάτες, δηλαδή η απόδειξη ότι η Χρυσή Αυγή και η δική της εκδοχή νεοναζιστικής ακροδεξιάς διατηρεί ικανή απήχηση, ώστε να αρκεί το κάλεσμα του έγκλειστου Κασιδιάρη για να υπερψηφιστεί ένα μέχρι πρότινος άγνωστο κόμμα, σε κλίμακα εισόδου στη Βουλή.

Σε κάθε περίπτωση φάνηκε σε αυτές τις εκλογές ότι ένα σημαντικό μέρος του εκλογικού σώματος είναι πολύ πιο διατεθειμένο να ακούσει φωνές που επενδύουν στον φόβο, στη γενική καταγγελία χωρίς όμως σαφή πολιτική αφετηρία, στη συνωμοσιολογία, στη εχθρότητα προς τον άλλο, στον εθνικισμό και τον ρατσισμό, σε μια βαθιά συντηρητική «αντιπολιτική».

Αυτό ως ένα βαθμό έχει να κάνει με μια «κανονικοποίηση» συνολικά του ακροδεξιού λόγου από μια κυρίαρχη πολιτική στην Ευρώπη που υιοθετεί αρκετές θέσεις της ακροδεξιάς, όπως π.χ. στο μεταναστευτικό.

Έχει, όμως, να κάνει με τον τρόπο που ευρύτερα τμήματα της κοινωνίας, συχνά αυτό που θα λέγαμε «λαϊκά στρώματα», δεν επηρεάζονται τόσο από ιδεολογίες και μορφές πολιτικής παιδείας που τις χαρακτηρίζει η δημοκρατική αναφορά, όσο από κάθε λογής υποκουλτούρες φόβου και μίσους, που σχηματοποιούν την αίσθηση ενός συνολικότερο πολιτικού αποκλεισμού που έχουν.

Ταυτόχρονα, η ύπαρξη ενός εντυπωσιακού αριθμού ακροδεξιών βουλευτών στο κοινοβούλιο θα αποτελεί και μια διαρκή πίεση για συνολικότερες δεξιές μετατοπίσεις ως προς τις κρίσιμες πολιτικές. Αυτό σε ορισμένες περιπτώσεις θα διευκολύνει και την όποια αναζήτηση συμμαχιών από τη Νέα Δημοκρατία σε πολιτικές επιλογές που κυρίως θα αφορούν το δεξιό φάσμα.

Ενδιαφέρουσα πλευρά αυτών των εκλογών και ένδειξη μιας ορισμένης ρευστοποίησης των σχέσεων εκπροσώπησης και η είσοδος της Πλεύσης Ελευθερίας στη Βουλή, ύστερα από την επένδυση σε μια εντυπωσιακά προσωποπαγή αντίληψη της πολιτικής και την υιοθέτηση μιας ρητορικής «ούτε δεξιά – ούτε αριστερά». 

Η δύσκολη αριστερή αντιπολίτευση

Η σημαντική εκλογική υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ, επί της ουσίας, δεν αναπληρώθηκε από την ενίσχυση κάποιου άλλου αντιπολιτευτικού πόλου.

Το ΠΑΣΟΚ μπορεί να τα πήγε καλύτερα αλλά δεν έχει φύγει από κάποια όρια και το μόνο για το οποίο μπορεί να επιχαίρει είναι ότι συρρίκνωσε τη διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ το ΚΚΕ έχει μια ενίσχυση που κατοχυρώνει μεν τη θέση του ότι είναι η βασική δύναμη αριστερότερα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν διαμορφώνει άλλο συσχετισμό.

Το βασικότερο ίχνος αυτού του αποτελέσματος είναι ότι μοιάζει ως ένα μεταβαίνουμε από την εικόνα όπου υπάρχει ένα βασικός αντιπολιτευτικός πόλος αριστερότερα του Κέντρου, θέση που κατείχε ο ΣΥΡΙΖΑ μέχρι τώρα, σε μια αρκετά πιο ρευστή.

Ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει πρώτη δύναμη σε αυτό το χώρο αλλά όχι με ένα ποσοστό που να κάνει σαφή την ηγεμονία του, την ίδια ώρα που είναι εμφανές ότι έχει χάσει σημαντικό μέρος από τις προσβάσεις που είχε μέχρι και το 2019 σε λαϊκά και εργατικά στρώματα.

Το ΠΑΣΟΚ είναι ενισχυμένο, αλλά εξακολουθεί να μην είναι ένα κόμμα που πέραν της ρητορικής είναι έτοιμο να ηγηθεί μια νέας «δημοκρατικής παράταξης». Αυτό είναι και αποτέλεσμα του γεγονός ότι δεν παύει να είναι ένα κόμμα που εξακολουθεί να χρεώνεται την εφαρμογή μνημονίων, που δεν έχει αποκηρύξει εκείνη την περίοδο, που ακόμη και σήμερα π.χ. προκρίνει θέσεις όπως διάθεση συζήτησης της αναθεώρησης του άρθορου 16 του Συντάγματος.

Το ΚΚΕ από την άλλη είναι ένα κόμμα που κατάφερε να ανακτήσει σημαντικό μέρος του κύρους του, όμως την ίδια στιγμή δεν παύει να είναι ένα κόμμα που βασική γραμμή του εξακολουθεί να είναι το ότι αυτή τη στιγμή υπάρχουν όρια στις όποιες κατακτήσεις μπορούν να έχουν οι λαϊκές τάξεις. 

Οι μεγάλες και ανοιχτές προκλήσεις και το «μέλλον που διαρκεί πολύ»

Παραφράζοντας τη γνωστή φράση για τις δημοσκοπήσεις και οι εθνικές εκλογές είναι ένα «στιγμιότυπο». Αποτυπώνουν δυναμικές μιας στιγμής που μπορεί αργότερα να φανούν αναντίστοιχες με τις πραγματικές.

Η Νέα Δημοκρατία μπόρεσε να κερδίσει διεκδικώντας να εκπροσωπήσει τη σταθερότητα σε ένα τοπίο όπου φαίνονται κάποιες δυναμικές να είναι δεδομένες, από τη σχετική βελτίωση των ατομικών οικονομικών μέχρι τις προοπτικές του τουρισμού.

Ωστόσο, ο ορίζοντας είναι πιο σύνθετος και περιλαμβάνει: Την κρίση κόστους ζωής στην Ελλάδα όπως και συνολικά στην ΕΕ. Τη  στροφή της ΕΕ προς πρωτογενή πλεονάσματα και άρα πολιτικές λιτότητας. Το διαρκή κίνδυνο μεγάλης τραπεζικής κρίσης παγκοσμίως. Το ενδεχόμενο ισχυρότερων υφεσιακών τάσεων στην Ευρωζώνη. Το διαρκή αντίκτυπο από μια «ρωσική ήττα» που δείχνει ότι δεν είναι εύκολο να επέλθει. Τις νέες γεωπολιτικές διαιρέσεις που βαραίνουν. Τη νέα αυτοπεποίθηση του Ερντογάν. Την επιδείνωση της κατάστασης με την κλιματική αλλαγή.  Το ενδεχόμενο νέων αυξημένων μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών. Τη διαρκή επισφάλεια της νεολαίας και το πρόβλημα με την κρίση της εκπαίδευσης.

Όλα αυτά μπορούν να πυροδοτήσουν διάφορες δυναμικές, ακόμη και κοινωνικές εκρήξεις. Δυναμικές δηλαδή που θα μπορούσαν να διαμορφώσουν και άλλο πολιτικό σκηνικό και μάλιστα σε σχετικά σύντομο διάστημα.

Σε αυτό το φόντο το κλειδί θα είναι εάν και σε ποιον βαθμό θα υπάρξουν κοινωνικές συγκρούσεις γύρω από αυτά τα θέματα και εάν αυτές θα απελευθερώσουν και πολιτικές δυναμικές. Σε κάθε περίπτωση τα πράγματα είναι κάπως πιο ρευστά από ό,τι όλοι συμμετέχοντες θα ήθελαν να πιστέψουν. Άλλωστε, το «μέλλον διαρκεί πολύ».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Αρχειοθήκη ιστολογίου