Η εξόδιος ακολουθία εψάλη την Πέμπτη στις 3:00 το απόγευμα, στον Ιερό Ναό Αναλήψεως Βριλησσίων και η ταφή του έγινε στο κοιμητήριο Αμαρουσίου…
Ιδιαίτερα συγκινητικός ο αποχαιρετισμός του κ. Βασίλη Φραγκουλόπουλου του οποίου υπήρξε «αγαπητός συγχωριανός και πολύτιμος φίλος»:
Πενθούμε και θρηνούμε για τον θάνατο του Κώστα Σιδερή και τον προπέμπουμε με άφατη θλίψη στο ταξίδι του «εις τας αιωνίους μονάς».
Ο Κώστας υπήρξε αγαπητός συγχωριανός και πολύτιμος φίλος μου. Γεννήθηκε στο ορεινοχώρι Κωμιακή της Νάξου μέσα στην κατσιφόρα της Κατοχής, όταν οι κατακτητές δεν είχαν ακόμη εγκαταλείψει το χωριό. Πρωτότοκο τέκνο πολύτεκνης οικογένειας, όπως πολύτεκνες ήταν σχεδόν όλες οι οικογένειες του χωριού εκείνη την εποχή. Αποφοίτησε από το Δημοτικό Σχολείο της γενέτειράς του και οι γονείς του, παρά τη φτώχεια και την απελπισία, ίσως και εξαιτίας αυτών, από μια άλλη όψη, αποφάσισαν να τον στείλουν στο Γυμνάσιο της Χώρας, της πρωτεύουσας του νησιού. Πέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις, το μοναδικό κωμιακιτάκι της ηλικίας του, όπως μου έλεγε υπερήφανα ο ίδιος. Καταλαβαίνετε τις στερήσεις της οικογένειας για τα έξοδα της ζωής του μαθητή στη Χώρα, παρά τον μερικό εφοδιασμό του από το χωριό, τη δυσκολία προσαρμογής ενός δωδεκάχρονου σε ένα άλλο περιβάλλον, τις επικοινωνιακές και συγκοινωνιακές δυσχέρειες. Η ζωή στο άστυ, έστω όπως ήταν συγκροτημένο τότε, με πολλά χαρακτηριστικά μεγάλου χωριού, ήταν κάτι πρωτόγνωρο και επηρέαζε δραστικά τη ψυχολογική, κοινωνική, πολιτισμική και εκπαιδευτική ένταξη ενός παιδιού από μικρό και ακριτικό χωριό.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα ότι μετά τις μεγάλες σχολικές αργίες, που τα Κωμιακιτάκια από την ορεινή και δυσπρόσιτη Νάξο έπρεπε να επιστρέψουν στα μαθήματά τους, ο Κώστας με άλλα παιδιά και ο πατέρας, με φορτωμένο από εφόδια το περίφημο ψαρό μουλάρι τους, ξεκίναγαν στις 12 τα μεσάνυχτα από το χωριό, για να φτάσουν, ύστερα από 6,5 ώρες δρόμο, στη Χώρα. Το μουλάρι τούς έδειχνε τον κακοτράχαλο δρόμο, ένας κράταγε την οργιά του ζώου και ακολουθούσαν οι άλλοι. Στη Χώρα έφταναν μόλις ρόδιζε η μέρα.
Αυτή ήταν η εικόνα των εκπαιδευτικών ευκαιριών και στη μεταπολεμική Νάξο, αρχές της μετακατοχικής δεκαετίας του 1950.
Ο Κώστας, έφηβος πια το 1958, υπέστη, όπως και τα άλλα μέλη της οικογένειάς του, όπως και άλλες οικογένειες, ένα σκληρό και δυσεπούλωτο ψυχικό τραύμα. Ο πατέρας του ήταν μεταξύ των νεκρών του συνταρακτικού γεγονότος που συνέβη στην Κωμιακή στις 4 Σεπτεμβρίου 1958. Ο Γιώργος Σιδερής, εργάτης στο δρόμο Κωμιακής-Απόλλωνα, ήταν μεταξύ των 13 (από αυτούς 10 ήταν Κωμιακίτες) που πνίγηκαν μετά τη ξαφνική καταιγίδα, τη θεομηνία εκείνης της μέρας, όταν τους παρέσυραν τα εγκλωβισμένα βρόχινα νερά κάτω από ένα γεφύρι, όπου είχαν σπεύσει να σταλίσουν. Η εργολαβική ευθύνη έμεινε ατιμώρητη.
Η ανείπωτη αυτή τραγωδία σημάδεψε τη ψυχή, την κοινωνία, την ιστορία, το παρόν και το μέλλον του χωριού. Ήταν γεγονός-τομή που νταντούλησε, ανάδευσε συνειδήσεις που είχαν συμβιβαστεί με τη φτώχεια, την υπερχρέωση και την απόλυτη εξάρτηση από τη μεσάζουσα κερδοσκοπία, την πολιτική πατρωνεία και τον πελατειασμό. Θυμάμαι έντονα, μικρό παιδί τότε, τις σκηνές αρχαίας τραγωδίας που εκτυλίχθηκαν εκείνο το πρωί της αποφράδας για το χωριό ημέρας. Το τρομερό, συγκλονιστικό γεγονός προβλήθηκε από τα πρωτοσέλιδα των αθηναϊκών εφημερίδων και σημάδεψε την τοπική κοινωνία. Είναι αυτονόητο ότι μένει ακόμη χαραγμένο στη συλλογική μνήμη.
Η οικογένεια του Κώστα ξενιτεύτηκε. Ήλθε στην Αθήνα για αναζήτηση καλύτερης ζωής. Εδώ τον πρωτογνώρισα. Συνοικούσαμε, τρεις πολυπληθείς οικογένειες, σε τρείς μικρές, υπόγειες, μεσοτοίχιες χαμοκέλες στο Γαλάτσι. Μοιραζόμαστε την ίδια καμπανέλλεια αυλή, όπως σχεδόν συνέβαινε στην «Αυλή των θαυμάτων». Στον Βύρωνα οι ήρωες του Καμπανέλλη, στο Γαλάτσι εμείς. Δεν είμαστε ασφαλώς οι μόνοι, αλλά αυτή η σκληρή ζωή άλλους έπληττε περισσότερο και άλλους λιγότερο. Η ηρωΐδα μάνα τού Κώστα, η χαροκαμένη κερ’ Αλισάφη, είχε να αναθρέψει τέσσερα παιδιά. Αργότερα τη συναντούσα και στη Λέσχη του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου εργαζόταν. Ο Κώστας μετά το Γυμνάσιο αναγκάστηκε να καταταγεί στις Ένοπλες Δυνάμεις για να επωμιστεί ένα μερίδιο των οικογενειακών βαρών. Δεν το έβαλε, όμως, κάτω. Η έφεσή του για τη γνώση και την πρόοδο τον οδήγησε στη Νομική Σχολή και μετά την αποφοίτησή του και τη λήψη της άδειας άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος, δικηγόρησε για ένα μικρό χρονικό διάστημα στην Αθήνα.
Παράλληλα, η ενεργός ενασχόλησή του με τον δημόσιο βίο ήταν μια από τις κύριες συνιστώσες της συγκρότησης της προσωπικότητάς του. Το αδιάπτωτο ενδιαφέρον του για το χωριό καταγωγής και τους συγχωριανούς, στην Κωμιακή και στην Αθήνα, τον οδήγησε στην ανάμιξή του στη διοικητική ζωή του Συλλόγου Κορωνίδας και στη συνεργασία του με την πρωτοποριακή για την εποχή της και δυναμική ομότιτλη εφημερίδα του Συλλόγου. Έως και τα τελευταία έτη ήταν ο αδιαφιλονίκητος πρόεδρος των συνελεύσεων των Συλλόγων Κορωνίδας και Απολλωνιατών. Είχε ζωηρό ενδιαφέρον στο να ενημερώνεται για τους ανθρώπους του χωριού και τη δραστηριότητά τους, να συμμετέχει στις συλλογικές εκδηλώσεις (σημειωτέον ότι ήταν και μερακλής χορευτής) και δεν έπαψε ποτέ να τρέφεται και να αναζωογονείται από τους αγλαούς καρπούς και χυμούς των παιδικών βιωμάτων του. Αυτά αναπαρίσταντο και στις τακτικές επισκέψεις του στη Νάξο, αφού, μετά τη νύμφευσή του με τη Μαρία Ποθητού απ’ τ΄ Απεράθου, απέκτησε θερινό μουτσουνιώτικο αγκυροβόλιο. Αλλά η Κωμιακή και οι Κωμιακίτες ήταν το άπαν για τον Κώστα. Το διαπίστωνε όποιος συνομιλούσε μαζί του. Ποτέ δεν ξέχασε την κοινωνική του καταγωγή, τις λαϊκές του ρίζες.
Στα δημοτικά πράγματα του Γαλατσίου αναμίχθηκε αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση, ως ενεργό πολιτικό και κομματικό στέλεχος. Η γνώση, η καλλιέργεια, το ήθος, η πολιτική και αναλυτική του σκέψη, η έγνοια του για το καλώς νοούμενο κοινό συμφέρον τον οδήγησαν στο πρώτο μεταχουντικό Δημοτικό Συμβούλιο Γαλατσίου (1/6/1975-31/12/1978), εκλεγείς με τη δημοτική παράταξη Δημοκρατική Συνεργασία του Βασίλη Παπαδιονυσίου και υπηρέτησε στη θέση του Γραμματέα του Συμβουλίου. [Νέστορας Χατζούδης, Το Γαλάτσι και οι Γαλατσιώτες στο διάβα του 20ού αιώνα, δεύτερος τόμος 1975-2000, Ταξιδευτής, Αθήνα 2022, σ. 629]. Στις 30 Ιουνίου 1976 παραιτήθηκε από τη θέση του Γραμματέα του Δημοτ. Συμβουλίου και τη θέση του Συμβούλου, λόγω της αντίθεσής του με τον τρόπο άσκησης της δημοτικής εξουσίας (Χατζούδης, ό. π., σ. 59-60). Η παραίτηση αυτή προκάλεσε οδυνηρή αίσθηση στον γαλατσιώτικο λαό «γιατί επρόκειτο για αξιόλογο Γαλατσιώτη, ιδιαίτερα προβληματισμένο και δραστήριο Δημοτικό Σύμβουλο». Ο Κώστας Σιδερής, όπως γράφει ο Νέστορας Χατζούδης, ό. π. σ. 60 σημ. 24, «μέλος του τοπικού γραφείου του ΠΑΣΟΚ, νομικός με ριζοσπαστικές κοινωνικές και πολιτικές αντιλήψεις, αντιλαμβανόταν τον ρόλο του Δημοτικού Συμβούλου με ενεργητικό τρόπο. Κατέγραφε και έθετε διάφορα προβλήματα των δημοτών είτε προφορικά στις Υπηρεσίες είτε με αναφορές στη Διοίκηση. Πρακτική που ο Δήμαρχος ως μη ελεγχόμενη από τον ίδιο, έκρινε απαράδεκτη. Έτσι, παραιτήθηκε, όταν, με πρόσχημα τη δήθεν παρακώλυση του έργου τους, ο Δήμαρχος δεν του επέτρεψε να παρακολουθήσει για δυο-τρεις μέρες τη λειτουργία των Υπηρεσιών για να μορφώσει προσωπική αντίληψη σχετικά με τις συνθήκες εργασίας και τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι εργαζόμενοι».
Ήταν μια στάση πολιτικής αξιοπρέπειας και ευαισθησίας, συνέπειας, ορθοφροσύνης, αμφισβήτησης των κατεστημένων πρακτικών, μια απόφαση αντισυμβατική ως προς τις κρατούσες αντιλήψεις και συμπεριφορές.
Ο Κώστας εισήχθη στις 7 Οκτωβρίου 1977, ύστερα από διαγωνισμό, στο Δικαστικό Σώμα και δη στην τακτική Διοικητική Δικαιοσύνη, με τον βαθμό του Παρέδρου. Ανήλθε απρόσκοπτα και ευδόκιμα όλες τις κλίμακες της δικαστικής ιεραρχίας και αφυπηρέτησε το 2011 με τον καταληκτικό βαθμό του Προέδρου Εφετών. Απόλαυε μεγάλης εκτίμησης και σεβασμού από τους ομοτέχνους του, από το ναξιακό και κοινωνικό περιβάλλον του. Για όλους αποτελούσε εγκαλλώπισμα. Το Δικαστικό Σώμα τού επιδαψίλευσε τον τίτλο του επί τιμή Προέδρου Εφετών.
Ο θανών διακρίθηκε σε όλη τη δικαστική του πορεία για την εργατικότητα, τη συστηματικότητα, την ευθιδικία, την ικανότητα διεξοδικής μελέτης των δικογραφιών και την ορθή στάθμιση των αντικρουόμενων εκάστοτε συμφερόντων. Η επαρκής νομική του σκευή ήταν το υγιές κεφάλαιο ενός άξιου θεράποντος της Δικαιοσύνης. Το κύρος, η σοβαρότητα, η ευρύτητα σκέψης, η αρετή, η εντιμότητα, η ακεραιότητα του χαρακτήρα του και η αίσθηση χρέους που τον διέκριναν, έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στην προσέγγιση των υποθέσεων που χειριζόταν, τηρώντας της αρχές της νομιμότητας και του κράτους δικαίου, αλλά και της υπεράσπισης των δικαιωμάτων του ασθενέστερου διοικούμενου έναντι της Διοίκησης. Άκουγε πάντα τη φωνή της συνείδησής του.
Δεν παραλείπω να σημειώσω και τη σοβαρή συνδικαλιστική παρουσία και συμβολή του στο Συμβούλιο της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών.
Τα τελευταία έτη της περιπέτειάς του με την υγεία του, του Γολγοθά που με θαυμαστή εγκαρτέρηση και αισιοδοξία υπέμεινε, με την αμέριστη, βέβαια, βοήθεια της οικογένειάς του, είχα την ευκαιρία να μιλώ μαζί του τηλεφωνικώς πυκνότερα. Ο Κώστας δεν το έβαζε κάτω. Μέχρι τις τελευταίες ημέρες, παρά τις δικαιολογημένες διακυμάνσεις της διάθεσής του, διάβαζε συνεχώς (από εφημερίδες μέχρι σύγχρονα και πρωτότυπα βιβλία, όπως του Γιουβάλ Χαράρι) και ήταν έτοιμος και πρόσφορος να συζητήσει, να διατυπώσει κριτικές απόψεις και απορήματα, να σχολιάσει την επικαιρότητα. Οι συζητήσεις πια για τη Νάξο, ειδικά την Κωμιακή και τ’ Απεράθου (που τα αποχαιρέτησε εκ του σύνεγγυς το περασμένο καλοκαίρι), ήταν πάντα θέμα της ημερήσιας διάταξης των τηλεφωνικών συνδιαλέξεών μας. Η αγαπημένη του κατακλείδα ήταν το «Καλή αντάμωση».
Η απόδραση του Κώστα για άλλους ουρανούς και κόσμους θα στοιχίσει πιο πολύ στη Μαρία του, τη γυναίκα του, στον Γιώργη και στον Ζαφείρη, τα παιδιά του, στα αδέλφια του, στο ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον του. Τους εύχομαι καλή δύναμη και κουράγιο.
Θα στοιχίσει, όμως, και στους φίλους, στους συμπατριώτες και στους συναδέλφους του και σε όσους ήρθαν σε επαφή με την αύρα της ευγένειας, της αγάπης, της πραότητας του χαρακτήρα του, του ορθολογισμού και της κριτικής σκέψης του, του χιούμορ (του κωμιακίτικου άλατος, όπως λέγαμε χαριτολογώντας), της θυμοσοφίας, της εν γένει φυσικής και πνευματικής παρουσίας του.
Χαρίεις, κατά τη μενάνδρεια έκφραση, καλλιεργημένος, εύχαρις, καλόκαρδος, διακριτικός, ακόμα και στις δύσκολες ώρες του, τώρα που διέπλευσε ανώδυνα και ειρηνικά τον Αχέροντα, εκτός από το «καλή αντάμωση» που του απευθύνω σε αυτή τη διαβατήρια τελετή, θα σας διαβεβαιώσω ότι θα μείνει ζων, αοίδιμος στη μνήμη μου, όπως και στη μνήμη των δικών του και όσων τον γνώρισαν.
Τον αποχαιρετώ με το απεραθίτικο λαϊκό δίστιχο, που απευθυνόταν κατά τον χωρισμό των ανθρώπων, λόγω συμμετοχής σε πολέμους. Και η μάχη, όμως, με την αρρώστεια, για την επιβίωση και τη ζωή, συμβολικός πόλεμος είναι. Και ο πόλεμος, ενδεχόμενος θάνατος είναι. Γι’ αυτό ταιριάζει και ως επιτάφιος λόγος το ακόλουθο δίστιχο:
«Ήρθεν η ώρα κ’ η στιμής του αποχωρισμάτου/και τρέχουν α τα μάθια μου δάκρυα του θανάτου». (Νίκος Βλ. Σφυρόερας, Δημοτικά τραγούδια από τ’ Απεράθου της Νάξου, έκδοση του Απεραθίτικου Συλλόγου, Αθήνα 1984, σ. 216).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.