Η επιστροφή του ΠΑΣΟΚ στη βιτρίνα, έστω και υπό τη μορφή της διπλής ονομασίας, θα αποτελέσει το κλείσιμο ενός μεγάλου πολιτικού κύκλου για την παράταξη, που άνοιξε την περίοδο της κρίσης και κλείνει με τον γνώριμο ήλιο να επανέρχεται στο προσκήνιο
Η συνταγή που κερδίζει δεν αλλάζει – ή, τέλος πάντων, για να αλλάξει πρέπει να βγάζει κάποιο νόημα. Αν κάτι τέτοιο ισχύει μία φορά για την καθημερινή ζωή, ισχύει δύο φορές για τα πολιτικά κόμματα. Ονομα που κερδίζει δεν αλλάζει, γιατί το όνομα αυτό γίνεται σχεδόν αναπόφευκτα αναπόσπαστο κομμάτι μιας πολιτικής ταυτότητας. Τα κομματικά brands, τα σύμβολα, τα συνθήματα και τα ονόματα συχνά αποδεικνύονται πολύ σκληρά για να πεθάνουν και όταν αλλάζουν, συνήθως εξελίσσονται για να συνδεθούν με μια άλλη, ακόμα μεγαλύτερη αλλαγή. Οχι τόσο επικοινωνιακή, αλλά πολιτική.
Ισως το πιο αναγνωρίσιμο παράδειγμα εναλλακτικού μπρανταρίσματος ενός ήδη δυνατού πολιτικού τίτλου έρχεται από το Ηνωμένο Βασίλειο. Η άνοδος του Τόνι Μπλερ στην ηγεσία των Εργατικών και η ευρωπαϊκή επικράτηση του Τρίτου Δρόμου έφεραν την ετικέτα New Labour (Νέοι Εργατικοί), που πρωτοεμφανίστηκε στο συνέδριο του κόμματος το 1994. Μέχρι και την παραίτηση του Γκόρντον Μπράουν, ο ίδιος τίτλος (που δεν αποτέλεσε επίσημη αλλαγή ονόματος, αλλά χρησιμοποιούνταν με τον ίδιο τρόπο) έδινε το «παρών» και τον τόνο σε κάθε κομματικό event και, φυσικά, στις προεκλογικές εκστρατείες. Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Εντ Μίλιμπαντ όταν ανέλαβε τα ηνία του κόμματος το 2012, σε μια περίοδο γενικευμένης αμφισβήτησης για την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, ήταν να εξαφανίσει κάθε ίχνος της περιόδου New Labour από τον κομματικό χάρτη, υιοθετώντας μια νέα πολιτική και το σλόγκαν «One Nation Labour», με το οποίο ο Μίλιμπαντ προσπαθούσε να εξηγήσει πώς οι οικονομικές ανισότητες χωρίζουν το βρετανικό έθνος στα δύο και το κόμμα πλέον προτείνει μια πολιτική για όλους. Δεν αποδείχθηκε το ίδιο ανθεκτικό: ο Τζέρεμι Κόρμπιν επανέφερε το νέτο σκέτο Labour Party παντού για να σηματοδοτήσει την επιστροφή στις ρίζες και στις «σοσιαλιστικές αξίες».
Στον Τρίτο Δρόμο οφείλεται και μία ακόμα βάφτιση, πιο γνώριμη στην Ελλάδα. Η ιταλική Ελιά, με σήμα ένα κλαδί, ιδρύθηκε ως συνασπισμός κομμάτων της Κεντροαριστεράς, ως απάντηση στον συνασπισμό κεντροδεξιών κομμάτων υπό τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, που κέρδισε τις εκλογές του 1994. Η Ελιά έγινε κυβέρνηση το 1996, με τη συνεργασία των ιταλών κομμουνιστών, και έμεινε ενεργή έως το 2007, παρότι έχασε τις εκλογές του 2001. Σήμερα Ελιά δεν υπάρχει, όμως από τις διεργασίες της εποχής προέκυψαν τέσσερις ιταλοί πρωθυπουργοί (Ρομάνο Πρόντι, Τζουλιάνο Αμάτο, Μάσιμο ντ’ Αλέμα, Ματέο Ρέντσι), αλλά και το Δημοκρατικό Κόμμα, ο μεγαλύτερος εταίρος και της σημερινής (ανώνυμης) κεντροαριστερής συμμαχίας κομμάτων. Σύμβολό του; Ενα κλαδί ελιάς.
ΠΑΣΟΚ, ΚΙΝΑΛ και πίσω
Στην Ελλάδα, η συζήτηση για τα κομματικά brands αυτή την περίοδο έχει συγκεκριμένο αντικείμενο: η επιστροφή του ΠΑΣΟΚ στη βιτρίνα, έστω και υπό τη μορφή της διπλής ονομασίας, θα αποτελέσει το κλείσιμο ενός μεγάλου πολιτικού κύκλου για την παράταξη, που άνοιξε την περίοδο της κρίσης και κλείνει με τον γνώριμο ήλιο να επανέρχεται στο προσκήνιο. Η περιπλάνηση του ΠΑΣΟΚ ήταν κατά κύριο λόγο πολιτική, όχι επικοινωνιακή. Οι ονομασίες που «αναμετρήθηκαν» με το πιο ισχυρό ελληνικό κομματικό brand του τελευταίου αιώνα συμβόλιζαν όλες μια προσπάθεια ανασυγκρότησης της Κεντροαριστεράς και της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας. Η πρώτη ουσιαστική συζήτηση για αλλαγή ονόματος των τελευταίων ετών, με την έννοια της δημιουργίας μιας ευρύτερης συμμαχίας, ξεκίνησε ενόψει των ευρωεκλογών του 2014. Είχε προηγηθεί η διπλή αναμέτρηση του 2012, όπου το ΠΑΣΟΚ είδε για πρώτη φορά στη Μεταπολίτευση κάποιο άλλο κόμμα να το στέλνει στην τρίτη θέση. Η έμπνευση, από το όνομα έως το σήμα του σχήματος που δημιουργήθηκε, ήταν ιταλικής προέλευσης – άντεξε όμως λίγο. Στις εθνικές εκλογές του 2015, το κόμμα κατέβηκε ως ΠΑΣΟΚ, με σύνθημα «Είπαμε την αλήθεια». Η αλήθεια, όπως φάνηκε, λίγη σχέση έχει με την επικοινωνία: η λέξη ΠΑΣΟΚ είχε γίνει συνώνυμο της οικονομικής κρίσης και της εποχής της ψεύτικης ευημερίας – κάποιοι, είπε πρόσφατα και ο Ευάγγελος Βενιζέλος στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, σήκωσαν άνισα το βάρος της ευθύνης.
Η αλλαγή ηγεσίας, με τη Φώφη Γεννηματά στο τιμόνι, έφερε τη διπλή ονομασία ΠΑΣΟΚ – Δημοκρατική Συμπαράταξη, που είχε ξαναχρησιμοποιηθεί στο παρελθόν και ήταν το πρώτο βήμα μιας καινούργιας προσπάθειας ανασυγκρότησης. Οι εκλογές του 2017 για την ανάδειξη επικεφαλής ενός φορέα που δεν είχε ακόμα ούτε όνομα ούτε καταστατικό, με κορμό το ΠΑΣΟΚ και τη βάση του, προσείλκυσαν το ενδιαφέρον των περισσότερων δυνάμεων του χώρου. Το νέο όνομα, Κίνημα Αλλαγής, θεωρήθηκε ο λόγος που η παράταξη παρέμεινε ζωντανή. Ηταν ένα τόσο όσο ΠΑΣΟΚ, που στα χρόνια της πανδημίας ήρθε αντιμέτωπο με μια νοσταλγία κανονικότητας, η οποία συνδέθηκε με την αναβίωση του «παλιού ΠΑΣΟΚ, του ορθόδοξου» στην ποπ κουλτούρα. Η ιστορία από το 2015 και μετά χαλάρωσε σταδιακά το βάρος που σήκωνε το κόμμα – τόσο πολύ που η επαναφορά του ΠΑΣΟΚ έγινε αντικείμενο συζήτησης στην εσωκομματική διαδικασία, ενώ την πρόσοψη της Χαριλάου Τρικούπη κοσμεί πια ένας μεγάλος πασοκικός ήλιος.
Αυτά που δεν αλλάζουν.
Το ΠΑΣΟΚ πέρασε τη δική του περιπέτεια και ίσως αυτός ήταν και ο λόγος που ανάλογη διαδικασία δεν χρειάστηκε να περάσουν τα άλλα δύο κυβερνητικά κόμματα της Μεταπολίτευσης. Οταν την ηγεσία της ΝΔ ανέλαβε ο Κυριάκος Μητσοτάκης – και ειδικότερα στα πρώτα ανοίγματα που έκανε προς το Κέντρο -, είχε ξεκινήσει και η αντίστοιχη σεναριολογία που μιλούσε για ολικό ρεκτιφιέ του υπάρχοντος κομματικού μηχανισμού ή ενδεχομένως και τη δημιουργία ενός καινούργιου, που να διευκολύνει τους ψηφοφόρους του προοδευτικού Κέντρου «να κάνουν το άλμα» και να ψηφίσουν έναν χώρο που μέχρι πρόσφατα ήταν ιδεολογικός αντίπαλος. Ο μανδύας της ΝΔ, ωστόσο, δεν θεωρήθηκε πως λερώθηκε όσο αυτός των αντιπάλων της την περίοδο της κρίσης. Πολύ γρήγορα έγινε σαφές πως, όσο και αν έστριβε το βλέμμα του προς μη κλασικούς ψηφοφόρους του χώρου του, ο Μητσοτάκης δεν είχε καμία διάθεση να αλλάξει τον τίτλο της ΝΔ, γιατί αυτός είναι σημείο αναφοράς για ένα ευρύ φάσμα πολιτών, όλων των εκφάνσεων της παραδοσιακής Δεξιάς και της Κεντροδεξιάς.
Το brand ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη, έμπνευση του Αλέκου Αλαβάνου, που έγινε ευρέως αναγνωρίσιμο την τελευταία δεκαετία, επί της ουσίας διαμορφώθηκε από μια πατροκτονία, από τον πολιτικό θάνατο ενός άλλου σημείου αναφοράς: η ενοποίηση του συνασπισμού κομμάτων έγινε με τη διάλυση του Συνασπισμού, που είχε αποτελέσει τον κύριο εκφραστή της ανανεωτικής Αριστεράς για περίπου μία εικοσαετία. Η ριζοσπαστική του φύση συμβάδιζε με τη στρατηγική της εποχής, όμως ακόμα και μετά την ήττα του στις εκλογές και τη στροφή του σε ένα πιο κεντροαριστερό προφίλ ο Αλέξης Τσίπρας «έκοψε» τη φημολογία για αλλαγές ακόμα και στην ονομασία, καθώς το όνομα είναι πια αναγνωρίσιμο τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.