Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2020

Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 90 ετών η αγαπητή σε όλους τους συχωριανού της Ελένη Φραγκουλοπούλου (Νταηδολένη), όπως την ηξέραν η Κωμιακίτες..

 


Καλό ταξίδι στον Παράδεισο να έχει κυρα Λένη!!!!!

 Ο Βασίλης Φραγκουλόπουλος, αποχαιρετώντας τη μάνα του.  

Το Λενάκι του Νταή.. 

Αγίου Νεκταρίου ανήμερα, κατέληξε, ύστερα από πολύχρονη και προδιαγεγραμμένη μάχη με την άνοια και το αλτσχάιμερ, η μονάκριβη μάνα μου, η Ελένη Φραγκουλοπούλου. Το Λενάκι του Νταή, όπως την ήξεραν στην Κωμιακή.

Προσπαθώντας να μπω στον σκοτεινό λαβύρινθο της αρρώστιας της, συναντούσα το απλανές της βλέμμα να προσπαθεί να με αναγνωρίσει και να προφέρει το όνομά μου, που χρόνια είχα να ακούσω από τα χείλη της. Σαν να με ρώταγε: «θα μ' αγαπάς όταν δε θα σε θυμάμαι;», τίτλος πρόσφατου βιβλίου της δημοσιογράφου ΡέναςΚουβελιώτη, που αρχίζει να αντιμετωπίζει το ίδιο πρόβλημα. Δεν ξέρω, αν και ποιες στιγμές....

, σε ποιες ρωγμές του χρόνου και της μνήμης έβρισκε ένα μικρό νήμα σύνδεσης με τον στενό περίγυρο, τα σπλάχνα της και τον πατέρα μας. Αλλά σίγουρα η αγάπη ήταν το ανθεκτικό, ορατό και αδιόρατο, νήμα σε αυτήν τη σχέση ζωής. Την αγαπούσαμε και τη φροντίζαμε-πρώτα απ’ όλους ο πατέρας και σύντροφός της για 70 χρόνια-, και διαισθανόμαστε ότι το εισέπραττε ευχάριστα, άσχετα αν μας θυμόταν.


Η μάνα μου γεννήθηκε το 1930. Γεννήθηκε στην Κωμιακή από την Κυριακή Μπαϊρακτάρη και τον Κωνσταντή Φρατζέσκο (Νταής, το παρατσούκλι). Ήταν μονάκριβο παιδί μιας νοικοκυρεμένης φαμελιάς, που όμως δεν έμεινε ανέγγιχτη από τα βάσανα και την ανέχεια της γενιάς της, όπως και οι πλείστες οικογένειες του χωριού τα δύσκολα εκείνα χρόνια, που δεν της επέτρεψαν να βγάλει ούτε το Δημοτικό.
 Μικροπαντρεύτηκε (19 χρόνων) με τον Γιάννη Φραγκουλόπουλο (του Φραγκουλιδοβασίλη) και απέκτησαν μια πολυμελή οικογένεια, τέσσερις γιους και μια κόρη. Παραφράζοντας τον Νικηφόρο Βρεττάκο, οι πρώτοι φθόγγοι που άκουσα στη ζωή, οι πρώτες λέξεις ήταν το νανούρισμα της μάνας μου.Κι εκείνη…Πού άκουσε και μάς έλεγε συνέχεια τους στίχους του Γεράσιμου Μαρκορά: «Μάνα δεν βρίσκεται λέξη καμία/νάχει στον ήχο της τόση αρμονία…».
 Ο πατέρας αναγκαζόταν από τη δεκαετία του 1950 (είχε ήδη τότε τρία παιδιά) να ξενιτεύεται συχνά για μήνες, κυρίως στην Αθήνα, για να συμπληρώνει το γλίσχρο γεωργοκτηνοτροφικό εισόδημα. 
Η μάνα μου, άοκνη και προστατευτική, ήταν εκείνη που σήκωνε αγόγγυστα τα βάρη της παρακολούθησης και γαλούχησής μας, με τη βοήθεια των γονιών της που, όμως, ραίνονταν ολημερίς στα χωράφια. 
Της άρεσαν το κέντημα και το πλέξιμο, χωρίς να παραλείπει τις βοηθητικές γεωργικές ασχολίες. «Καθισμένη στο χαμηλό σκαμνί/ κεντούσε τους αγρούς της άνοιξης», για να θυμηθώ τον Γιάννη Ρίτσο.Πόσες φορές τη θυμούμαι με το πανέρι τα άπλυτα ρούχα στο κεφάλι, όπως και οι άλλες γυναίκες του χωριού μας άλλωστε, να πηγαίνει στον ρυάκα του Μπαξεβάνη και να μάς αμολέρνει στις καρυδιές του Ροή για παιχνίδι, έχοντας το μυαλό της συνέχεια, παράλληλα με το πλύσιμο, στην παρουσία μας που την επιβεβαίωνε με ηχηράκατά διαστήματα προσκλητήρια! 
Ακόμα και στον γιατρό Γεώργιο Βερώνη στην Τραγαία με πήγε με τα πόδια από την Κωμιακή, ελλείψει αυτοκινητόδρομου. Τέτοια έγνοια, τόσο άγχος για τις ζωές της ζωής της. Έτρεμε σαν τη Μετάνειρα, όταν το κακό χτυπούσε την πόρτα των παιδιών της.«Αγρυπνούσε μ’ ένα κομμάτι φεγγαριού στα χέρια της», όπως γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης στα «Ανοιχτά χαρτιά».

Όταν πια τέλειωσα το Δημοτικό, το 1962, η απόφαση ελήφθη. Ξενιτεμός για αναζήτηση καλύτερης τύχης, ιδίως για το μέλλον των παιδιών. Ήταν η δεκαετία του μισεμού, της αποδημίας πολλών ναξιωτών, ειδικά της άγονης περιοχής του νησιού, σε αστικά κέντρα, ιδίως στην Αθήνα. Μισεμός που είναι οριστικός, που ξεχνά τη λέξη παλιννόστηση. Οι γονείς της δεν έγιαναν ποτέ την πληγή της απομάκρυνσης του μονάκριβου παιδιού τους. Τα γράμματα, σε μικρά επιστολόχαρτα 12χ10, και τα εβδομαδιαία αποδοσίδια ήταν οι ομφάλιοι λώροι της επαφής, μαζί με τα χαμπέρια (όπως έλεγε η γιαγιά μου) που κόμιζαν οι ξενικοί σε σχετικές αγωνιώδεις ερωτήσεις της.

Η Αθήνα δεν ήταν εύκολη, δεν ήταν η γη Χαναάν. Ήταν, όμως, μαυλίστρα, σε σύγκριση με το φτωχό νησί. Ο πατέρας είχε, όμως, μεροκάματο και τα παιδιά σχολειά για να συνεχίσουν τις μεταδημοτικές σπουδές και ευκαιριακές απασχολήσεις τις μέρες των διακοπών, για ενίσχυση του οικογενειακού βαλαντίου. 

Το σπίτι μια σταλιά, με κοινή αυλή για τρεις οικογένειες, μια χαμοκέλα στο Γαλάτσι, στην οδό Νάξου (έτσι για να θυμίζει τις καταβολάδες μας). Ο Λειβαδίτης αυτό εννοούσε με το «κάθε πέτρα και καημός κάθε καρφί του πίκρα και λυγμός» ή με το «στην τρύπια στέγη του άστρα και πουλιά», ενός σπιτιού, όμως, που «κι αυτό είχε καρδιά». Του τη δίνανε τα τιτιβίσματά μας, η φτωχή, μα ευτυχής ζωή μας. Ο δημόσιος χωματόδρομος, που μάτωνε τα παιδικά μας γόνατα από το παιχνίδι, ήταν η φυσική, συμβολική συνέχεια των κωμιακίτικων χωματόδρομων και καλντεριμιών. Ο πατέρας σε δυο δουλειές για να αναθρέψει και να σπουδάσει τα παιδιά και η μάνα κέρβερος στη διοίκηση του οίκου και στη διαχείριση των πενιχρών πόρων. Ο πατέρας διατήρησε την επαφή με το χωριό και τα κτήματα, που απέφεραν μια έγγεια πρόσοδο, κυρίως σε είδος.

 Η μάνα είχε εξαρχής μιαναπόλυτη άρνηση, απόσταση από τον τόπο καταγωγής, ίσως επειδή είχε επεξεργαστεί διαφορετικά τις αρνητικές εμπειρίες και δεν είχε το αίσθημα του νόστου επ’ ουδενί, παρά μόνο όταν τραγουδούσε γνωστά ρομαντικά ναξιακά τραγούδια. Θυμάμαι που στο χωριό το αγαπημένο της τραγούδι ήταν το «αντιλαλούνε τα βουνά/σαν κλαίω εγώ τα δειλινά…». Και το τραγουδούσε τόσο μελωδικά, που ο έναυλος ήχος του έχει εντυπωθεί ανεξίτηλα στη μνήμη μου. Θυμάμαι επίσης τον καημό της γιατί ούτε ένα παιδί της δεν είχε το χρώμα των ζωηρών γαλάζιων ματιών της.

Η μάνα μου είχε την ευτυχία να δει τα παιδιά της σπουδασμένα και με ευτυχή επαγγελματική πορεία. Είχε την τύχη να δει εννιά εγγόνια και δώδεκα δισέγγονα.

 Κι ύστερα ήλθε η ανοικτίρμων άνοια. Αργά, διαβρωτικά εισέβαλε στις διανοητικές της λειτουργίες και την αποδόμησε. Σκιά του εαυτού της, ζων νεκρός στον περίκλειστο κόσμο της. Απώλεια μνήμης, συνείδησης, ταυτότητας. Τα τελευταία πέντε χρόνια ήταν βασανιστικά για την ίδια και το οικογενειακό περιβάλλον της. Κι όμως βαθιά πίστευα τα λόγια του Μπόρχες: « Η μνήμη δεν εξαργυρώνει το νόμισμά της και ασφαλώς κάτι υπάρχει που απομένει/και ασφαλώς κάτι υπάρχει που θρηνεί».

Εν στενοτάτω κύκλω, εν μέσω κορωνοϊού, αποχαιρετούμε από το Β’  Νεκροταφείο το Λενάκι του Νταή, το Λενάκιμας,την ομηρική πότνια μητέρα, το «καθαρό αστέρι», που ταξιδεύει«ἐντόπῳφωτεινῷ, ἐντόπῳχλοερῷ, ἐντόπῳἀναψύξεως, ἔνθαἀπέδραὀδύνη, λύπη καὶ στεναγμός».Με τις γαρυφαλλιές, τους ιβίσκους, τα κυκλάμινα τα γιασεμιά και τα γεράνια του φθινοπώρου να δίνουν το «παρών», σε πείσμα των ανηλεών ανέμων της εποχής.

Αιωνία σου η μνήμη αξιομακάριστη μάνα μου, μάνα μας. Οι ευχές σου ας μας συνοδεύουν εσαεί, όπως το φυλαχτό που μας έφτιαχναν τ’ αγιασμένα σου χέρια.

 

                                                                                       Βασίλης Φραγκουλόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Αρχειοθήκη ιστολογίου