Ο ΣΥΡΙΖΑ στη λαβίδα της πασοκοποίησης...
Εχω κατ’ επανάληψη υποστηρίξει ότι η πασοκοποίηση θα είναι ολέθρια για τον ΣΥΡΙΖΑ και εκλογικά. Αν όχι για κανέναν άλλο λόγο, επειδή: «[…] θα “θυμίζει” το ΠΑΣΟΚ που οδήγησε τη χώρα στα μνημόνια – αυτό το ΠΑΣΟΚ “θυμάται” ο...
κόσμος, επομένως θα φεύγει τρέχοντας» («Η ολισθηρή τακτική της πολιτικής νοσταλγίας» - «Εφ.Συν.», 26.3.2019). Αναγνωρίζω όμως ότι τα αίτια της «πασοκοποιητικής» πορείας είναι πολύ βαθύτερα – δεν πρόκειται απλώς για σχέδιο πολιτικής αυτοκτονίας που διεκπεραιώνεται από κάποιους ανεγκέφαλους.
Μετά τη Μεταπολίτευση του 1974, το μόνο κόμμα που έχει ακολουθήσει μια λίγο-πολύ σταθερή πορεία όσον αφορά την πολιτική του απήχηση είναι η Νέα Δημοκρατία. Και τούτο διότι ήταν σταθερά το κόμμα της ελληνικής κυρίαρχης τάξης – με ό,τι μπορεί να σημαίνει κάτι τέτοιο. Παρά τις κατά καιρούς εσωκομματικές «φαγωμάρες» και μικρο-διασπάσεις, η σταθερή σχέση ταξικής εκπροσώπησης αυτού του κόμματος του εξασφάλιζε στοιχειώδη ισορροπία ως προς τη λειτουργία των μηχανισμών του, την (πελατειακή, κυρίως) σύνδεσή του με την κοινωνία και τη διατήρηση κάποιου «αξιοπρεπούς» ελάχιστου ποσοστού σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις.
Ακόμη και οι μεταλλαγές της πολιτικής του, από τη μεταδικτατορική απόπειρα «εξευρωπαϊσμού» της ελληνικής Δεξιάς των Καραμανλή και Ράλλη έως και την επανασύνδεση με την προδικτατορική (Ακρο-)Δεξιά των Σαμαρά και Βορίδη, δεν ήταν παρά εναλλακτικές στρατηγικές επιλογές των κυρίαρχων τμημάτων της ελληνικής αστικής τάξης, και κατά τούτο πρακτικά εφαρμόσιμες στην ελληνική πολιτική ζωή.
Η απουσία σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στην Ελλάδα μέχρι τη δικτατορία δεν οφείλεται μόνον στην ιδιόρρυθμη ανάπτυξη της ταξικής διαστρωμάτωσης στον ελληνικό καπιταλισμό. Εχει να κάνει και με την ασφυκτική επικυριαρχία της ελληνικής άρχουσας τάξης στο κοινοβουλευτικό σύστημα.
Μια επικυριαρχία που συνεχίστηκε και μετά τη δικτατορία. Χωρίς να είναι εξαρχής αστικό κόμμα, το ΠΑΣΟΚ ήταν ωστόσο εξαρχής παγιδευμένο στις κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες του ελληνικού αστικού καθεστώτος. Ο «ριζοσπαστικός» και «αντιιμπεριαλιστικός» πατριωτισμός του κάλυπταν το κενό που είχε προκύψει στον εθνικο-πατριωτικό λόγο από το γεγονός ότι μερίδα τουλάχιστον της ελληνικής αστικής τάξης είχε αποφασίσει μεταδικτατορικά να αποκηρύξει την εθνικοφροσύνη μετά την παταγώδη αποτυχία της δικτατορίας.
Κατόπιν, όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση, πολιτικές του επιλογές όπως η δημιουργία του ΕΣΥ, ο εκσυγχρονισμός του οικογενειακού δικαίου, η αναγνώριση της εθνικής αντίστασης και ο εκδημοκρατισμός της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ήταν στο πλαίσιο του (απελπιστικά καθυστερημένου για τα τότε ευρωπαϊκά δεδομένα) αστικού εκσυγχρονισμού, που ακόμη και η μεταδικτατορική καραμανλική Δεξιά είχε αποτύχει ή δεν ήθελε να διεκπεραιώσει επαρκώς.
Η ενεργότατη συμμετοχή του στην αδιαλλαξία της σαμαρικής Δεξιάς στο Μακεδονικό ήταν συμβολή στην προσπάθεια του μεγάλου κεφαλαίου να ηγεμονεύσει ιδεολογικά παίζοντας το χαρτί του εθνικισμού. Και, τέλος, ο σημιτικός «εκσυγχρονισμός» και η ένταξη στην ευρωζώνη ήταν η πλήρης ευθυγράμμιση με τις επιλογές της νεοφιλελευθεροποιημένης πλέον ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.
Σχηματοποιώντας, αλλά όχι υπερβολικά, μπορούμε να πούμε ότι οι δύο κεντρικές συνιστώσες των μετεξελίξεων του ΠΑΣΟΚ, επιφανειακά αντίθετες μεταξύ τους αλλά απολύτως αλληλοσυμπληρούμενες, ήτοι το «πατριωτικό» και το «εκσυγχρονιστικό» ΠΑΣΟΚ, ήταν οι πιο «προοδευτικές» εκδοχές των δύο προσώπων της μεταδικτατορικής Δεξιάς: αφενός της Δεξιάς των διαφόρων μεταδικτατορικών παραλλαγών της εθνικοφροσύνης και αφετέρου της «εκσυγχρονιστικής» Δεξιάς – στην «ευρωπαϊστική» και κατόπιν στη νεοφιλελεύθερή της φάση.
Η ταξική κυριαρχία στο πολιτικό πεδίο δεν είναι κάτι που κρίνεται από κομματικά ή άλλου είδους επιτελεία τα οποία συνεδριάζουν και αποφασίζουν πολιτικές. Είναι μηχανισμοί και πολιτικο-οικονομικές στρατηγικές που αναπτύσσονται μακροπρόθεσμα και διαμορφώνουν πλαίσια εντός των οποίων οι πολιτικές δυνάμεις είναι σε μεγάλο βαθμό αναγκασμένες να κινούνται.
Τα μη αστικά κόμματα, είτε ως –προ νεοφιλελευθερισμού– σοσιαλδημοκρατία είτε ως Αριστερά, στον βαθμό που δεν κατορθώνουν να αναπτύξουν τους δικούς τους οργανικούς δεσμούς με την κοινωνία επί στέρεων προγραμματικών και όχι ευκαιριακών βάσεων, είναι καταδικασμένα να αναπαράγουν τις πολιτικές που επιβάλλει η αστική κυριαρχία.
Η μεγαλύτερη παγίδα για αυτά τα κόμματα είναι ο εφησυχασμός που προξενείται από την ύπαρξη ενός λαοφιλούς ηγέτη. Οσοδήποτε «χαρισματικός» κι αν είναι ο αρχηγός, ο υποκειμενισμός που αναπόφευκτα επικρατεί στα αρχηγοκεντρικά κόμματα, και που συνίσταται στην υποκατάσταση των οργανώσεων βάσης και των εκλεγμένων οργάνων από τον αρχηγό και το «περιβάλλον» του, είναι η βέβαιη μέθοδος για την υποταγή τους στο σύστημα.
Ο «πατριωτικός»-ελληνορθόδοξος αυριανισμός αφενός και ο πασοκικός «εκσυγχρονισμός» αφετέρου, που βλέπουμε στις μέρες μας να αναπαράγονται στο εσωτερικό πλέον του ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι παρά τα δύο σκέλη μιας λαβίδας του συστήματος, που εφαρμόζει μια δοκιμασμένη και επιτυχημένη συνταγή...
Κύρκος Δοξιάδης (καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών)
ΕΦΣΥΝ
κόσμος, επομένως θα φεύγει τρέχοντας» («Η ολισθηρή τακτική της πολιτικής νοσταλγίας» - «Εφ.Συν.», 26.3.2019). Αναγνωρίζω όμως ότι τα αίτια της «πασοκοποιητικής» πορείας είναι πολύ βαθύτερα – δεν πρόκειται απλώς για σχέδιο πολιτικής αυτοκτονίας που διεκπεραιώνεται από κάποιους ανεγκέφαλους.
Μετά τη Μεταπολίτευση του 1974, το μόνο κόμμα που έχει ακολουθήσει μια λίγο-πολύ σταθερή πορεία όσον αφορά την πολιτική του απήχηση είναι η Νέα Δημοκρατία. Και τούτο διότι ήταν σταθερά το κόμμα της ελληνικής κυρίαρχης τάξης – με ό,τι μπορεί να σημαίνει κάτι τέτοιο. Παρά τις κατά καιρούς εσωκομματικές «φαγωμάρες» και μικρο-διασπάσεις, η σταθερή σχέση ταξικής εκπροσώπησης αυτού του κόμματος του εξασφάλιζε στοιχειώδη ισορροπία ως προς τη λειτουργία των μηχανισμών του, την (πελατειακή, κυρίως) σύνδεσή του με την κοινωνία και τη διατήρηση κάποιου «αξιοπρεπούς» ελάχιστου ποσοστού σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις.
Ακόμη και οι μεταλλαγές της πολιτικής του, από τη μεταδικτατορική απόπειρα «εξευρωπαϊσμού» της ελληνικής Δεξιάς των Καραμανλή και Ράλλη έως και την επανασύνδεση με την προδικτατορική (Ακρο-)Δεξιά των Σαμαρά και Βορίδη, δεν ήταν παρά εναλλακτικές στρατηγικές επιλογές των κυρίαρχων τμημάτων της ελληνικής αστικής τάξης, και κατά τούτο πρακτικά εφαρμόσιμες στην ελληνική πολιτική ζωή.
Η απουσία σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στην Ελλάδα μέχρι τη δικτατορία δεν οφείλεται μόνον στην ιδιόρρυθμη ανάπτυξη της ταξικής διαστρωμάτωσης στον ελληνικό καπιταλισμό. Εχει να κάνει και με την ασφυκτική επικυριαρχία της ελληνικής άρχουσας τάξης στο κοινοβουλευτικό σύστημα.
Μια επικυριαρχία που συνεχίστηκε και μετά τη δικτατορία. Χωρίς να είναι εξαρχής αστικό κόμμα, το ΠΑΣΟΚ ήταν ωστόσο εξαρχής παγιδευμένο στις κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες του ελληνικού αστικού καθεστώτος. Ο «ριζοσπαστικός» και «αντιιμπεριαλιστικός» πατριωτισμός του κάλυπταν το κενό που είχε προκύψει στον εθνικο-πατριωτικό λόγο από το γεγονός ότι μερίδα τουλάχιστον της ελληνικής αστικής τάξης είχε αποφασίσει μεταδικτατορικά να αποκηρύξει την εθνικοφροσύνη μετά την παταγώδη αποτυχία της δικτατορίας.
Κατόπιν, όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση, πολιτικές του επιλογές όπως η δημιουργία του ΕΣΥ, ο εκσυγχρονισμός του οικογενειακού δικαίου, η αναγνώριση της εθνικής αντίστασης και ο εκδημοκρατισμός της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ήταν στο πλαίσιο του (απελπιστικά καθυστερημένου για τα τότε ευρωπαϊκά δεδομένα) αστικού εκσυγχρονισμού, που ακόμη και η μεταδικτατορική καραμανλική Δεξιά είχε αποτύχει ή δεν ήθελε να διεκπεραιώσει επαρκώς.
Η ενεργότατη συμμετοχή του στην αδιαλλαξία της σαμαρικής Δεξιάς στο Μακεδονικό ήταν συμβολή στην προσπάθεια του μεγάλου κεφαλαίου να ηγεμονεύσει ιδεολογικά παίζοντας το χαρτί του εθνικισμού. Και, τέλος, ο σημιτικός «εκσυγχρονισμός» και η ένταξη στην ευρωζώνη ήταν η πλήρης ευθυγράμμιση με τις επιλογές της νεοφιλελευθεροποιημένης πλέον ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.
Σχηματοποιώντας, αλλά όχι υπερβολικά, μπορούμε να πούμε ότι οι δύο κεντρικές συνιστώσες των μετεξελίξεων του ΠΑΣΟΚ, επιφανειακά αντίθετες μεταξύ τους αλλά απολύτως αλληλοσυμπληρούμενες, ήτοι το «πατριωτικό» και το «εκσυγχρονιστικό» ΠΑΣΟΚ, ήταν οι πιο «προοδευτικές» εκδοχές των δύο προσώπων της μεταδικτατορικής Δεξιάς: αφενός της Δεξιάς των διαφόρων μεταδικτατορικών παραλλαγών της εθνικοφροσύνης και αφετέρου της «εκσυγχρονιστικής» Δεξιάς – στην «ευρωπαϊστική» και κατόπιν στη νεοφιλελεύθερή της φάση.
Η ταξική κυριαρχία στο πολιτικό πεδίο δεν είναι κάτι που κρίνεται από κομματικά ή άλλου είδους επιτελεία τα οποία συνεδριάζουν και αποφασίζουν πολιτικές. Είναι μηχανισμοί και πολιτικο-οικονομικές στρατηγικές που αναπτύσσονται μακροπρόθεσμα και διαμορφώνουν πλαίσια εντός των οποίων οι πολιτικές δυνάμεις είναι σε μεγάλο βαθμό αναγκασμένες να κινούνται.
Τα μη αστικά κόμματα, είτε ως –προ νεοφιλελευθερισμού– σοσιαλδημοκρατία είτε ως Αριστερά, στον βαθμό που δεν κατορθώνουν να αναπτύξουν τους δικούς τους οργανικούς δεσμούς με την κοινωνία επί στέρεων προγραμματικών και όχι ευκαιριακών βάσεων, είναι καταδικασμένα να αναπαράγουν τις πολιτικές που επιβάλλει η αστική κυριαρχία.
Η μεγαλύτερη παγίδα για αυτά τα κόμματα είναι ο εφησυχασμός που προξενείται από την ύπαρξη ενός λαοφιλούς ηγέτη. Οσοδήποτε «χαρισματικός» κι αν είναι ο αρχηγός, ο υποκειμενισμός που αναπόφευκτα επικρατεί στα αρχηγοκεντρικά κόμματα, και που συνίσταται στην υποκατάσταση των οργανώσεων βάσης και των εκλεγμένων οργάνων από τον αρχηγό και το «περιβάλλον» του, είναι η βέβαιη μέθοδος για την υποταγή τους στο σύστημα.
Ο «πατριωτικός»-ελληνορθόδοξος αυριανισμός αφενός και ο πασοκικός «εκσυγχρονισμός» αφετέρου, που βλέπουμε στις μέρες μας να αναπαράγονται στο εσωτερικό πλέον του ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι παρά τα δύο σκέλη μιας λαβίδας του συστήματος, που εφαρμόζει μια δοκιμασμένη και επιτυχημένη συνταγή...
Κύρκος Δοξιάδης (καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών)
ΕΦΣΥΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.