Ανήκω σε αυτούς που πιστεύουν ότι τα θετικά σημεία της Συμφωνίας των Πρεσπών είναι σημαντικότερα από τα (ασφαλώς όχι ήσσονος σημασίας) αρνητικά.
Λίγη σημασία, όμως, έχει αυτό (όπως δεν έχει ιδιαίτερη σημασία για την παρακάτω συζήτηση το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας στη Βουλή για την επικύρωση της Συμφωνίας). Θα μπορούσα κάλλιστα να υποστηρίζω την αντίθετη άποψη. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, όμως, δεν θα μου περνούσε από το μυαλό να χαρακτηρίσω τους «άλλους» ως ακροδεξιούς ή εθνοπροδότες, αντίστοιχα.
Οσον αφορά στον πολιτικό κόσμο της χώρας, θα μπορούσε να εξηγήσει κανείς τη στάση συγκεκριμένων προσώπων υπέρ ή κατά της Συμφωνίας ως αποτέλεσμα της έλλειψης γνώσεων, της περιορισμένης κατανόησης της σοβαρότητας του ζητήματος ή, εντελώς κυνικά, ως μιας επιλογής με κομματικά ή ψηφοθηρικά κριτήρια.
Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν θα έπρεπε να τεθεί θέμα πατριωτισμού ή ακραίων
πολιτικών φρονημάτων. Μακεδονικές ιστορίες Πατήστε εδώ Είναι ιδιαίτερα καταθλιπτικό το ότι με λίγες εξαιρέσεις (π.χ. τη συζήτηση που οργάνωσε το Ποτάμι στις 21 Ιανουαρίου, το άρθρο των Αγγελου Συρίγου και Ευάνθη Χατζηβασιλείου στην Καθημερινή της 20ης Ιανουαρίου, που βασιζόταν στο εξαιρετικά επίκαιρο βιβλίο τους «Η Συμφωνία των Πρεσπών και το Μακεδονικό» ή και το άρθρο του Αρίστου Δοξιάδη στο Protagon, εδώ), η δημόσια συζήτηση κινήθηκε σε πολύ χαμηλά επίπεδα και η χώρα διχάστηκε για ακόμη φορά, μετά την περίοδο των «πατριωτών» και «γερμανοτσολιάδων» στα πρώτα χρόνια της μνημονιακής περιόδου.
Μόνο που αυτή τη φορά οι κρίνοντες βρέθηκαν στη θέση του κρινόμενου («payback is a bitch», θα έλεγαν επιχαίροντες οι Αγγλοσάξονες, μόνο που το τελικό αποτέλεσμα βλάπτει τη χώρα). Συχνά προσπαθώ να φανταστώ πώς μια σοβαρή χώρα θα ασκούσε εξωτερική πολιτική στο πλαίσιο της προσπάθειας διαχείρισης ή επίλυσης ενός σοβαρού εθνικού προβλήματος.
Ο πρωθυπουργός μιας τέτοιας χώρας θα καλούσε τον ηγέτη της αξιωματικής αντιπολίτευσης για μια άτυπη de profundis ενημέρωση και συζήτηση σχετικά με τις βασικές επιδιώξεις και τη διαπραγματευτική τακτική που οι αρμόδιοι κυβερνητικοί παράγοντες σκόπευαν να ακολουθήσουν. Θα ζητούσε τη γνώμη και τη στήριξή του, έτσι ώστε ιδανικά η χώρα να παρουσιαστεί με ένα αρραγές μέτωπο στην επικείμενη διαπραγμάτευση και, με μια αναμενόμενη δόση ωφελιμισμού, η κυβέρνηση να αντιμετωπίσει την ελάχιστη δυνατή κριτική στο εσωτερικό. Εννοείται πως είτε συμφωνούσε με τις θέσεις της κυβέρνησης, είτε όχι, ο ηγέτης της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα δεσμευόταν σχετικά με την εμπιστευτικότητα της συζήτησης.
Στη συνέχεια, θα ακολουθούσε η σχετική ενημέρωση των υπολοίπων κομμάτων στο Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής, όπου θα ξεκινούσε μια δομημένη διαδικασία ανταλλαγής απόψεων με στόχο είτε τη βελτίωση της συζητούμενης συμφωνίας, είτε την άσκηση γόνιμης και καλοπροαίρετης κριτικής με στόχο να πειστεί η κυβέρνηση ότι πρέπει να ανακρούσει πρύμναν.
Σε κάθε περίπτωση, θα υπήρχε διακομματική συνεργασία για την απομόνωση ακραίων φωνών και την αποτυχία προσπαθειών πατριδοκαπηλίας. Στο πλαίσιο της προσπάθειας συνεννόησης και βελτίωσης της εθνικής διαπραγματευτικής στρατηγικής και τακτικής, ο υπουργός των Εξωτερικών θα συναντάτο πολλάκις με επιλεγμένους προκατόχους του για ανταλλαγή απόψεων, ενώ στη διαπραγματευτική ομάδα θα αξιοποιούντο σε υποστηρικτικό ρόλο ειδικοί επιστήμονες και έμπειροι (πρώην) διπλωμάτες με βαθιά γνώση του έτερου μέρους στη διαπραγμάτευση. Επίσης, καθώς η εν λόγω διαπραγμάτευση έχει, πλέον της κυρίαρχης διπλωματικής, και άλλες σημαντικές διαστάσεις (οικονομία, ασφάλεια, εκπαίδευση, κλπ.) ιδανικά θα είχε λάβει χώρα και μια ενδελεχής δι-υπηρεσιακή ανάλυση, συζήτηση και επεξεργασία στο πλαίσιο ενός οργάνου με συντονιστικό, μεταξύ άλλων, ρόλο («Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας»).
Τέλος, η πνευματική ηγεσία της χώρας θα είχε φροντίσει, μέσω ενός δημόσιου διαλόγου που θα είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα, να ενημερώσει τους πολίτες με υπεύθυνο και νηφάλιο τρόπο για τις σημαντικότερες πτυχές του ζητήματος, εξηγώντας τα πιθανά οφέλη και τους κινδύνους μιας συμφωνίας. Σε αυτό το κομβικό σημείο, τα οφέλη για την κυβέρνηση και, κυρίως, για τη χώρα θα ήταν ήδη σημαντικά, καθώς θα υπήρχαν δύο πιθανές επιλογές-εξελίξεις:
(α) η χώρα θα παρουσίαζε ένα ενιαίο και αρραγές μέτωπο στη διαπραγμάτευση με θέσεις και επιδιώξεις που θα ήταν σαφώς βελτιωμένες, καθώς θα ήταν το αποτέλεσμα εντατικών διαβουλεύσεων όλων ή τουλάχιστον της πλειοψηφίας των κομμάτων του συνταγματικού τόξου
(β) η κυβέρνηση θα μπορούσε -κατά προτίμηση κατόπιν συνεννόησης- να αξιοποιήσει την αρνητική στάση της αντιπολίτευσης για να διαχειριστεί τυχόν εξωτερικές πιέσεις και να εξασφαλίσει κάποια πρόσθετα ανταλλάγματα στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης [όπως ο αστικός μύθος(;) που φέρει την τότε ελληνική κυβέρνηση να εκμεταλλεύεται το «Βυθίσατε το “Χόρα”» του Ανδρέα Παπανδρέου).
Αντιλαμβάνομαι ότι όλα αυτά δεν συνέβησαν γιατί υπάρχει σημαντικό έλλειμμα εμπιστοσύνης μεταξύ πολιτικών αρχηγών και κομμάτων, απουσία κουλτούρας συνεργασίας, ανησυχία για διαρροές με στόχο την αποτυχία της διαπραγμάτευσης, αρνητική πολιτική συγκυρία λόγω επικείμενων βουλευτικών αλλαγών και πιθανής αλλαγής στο πηδάλιο της χώρας, αλλά θεωρώ όλα αυτά δεν αποτελούν σοβαρές δικαιολογίες.
Αντί για μια τέτοια προσπάθεια οικοδόμησης πολιτικής συναίνεσης και βελτίωσης της διαπραγματευτικής θέσης της χώρας, παρατηρήθηκε η εργαλειοποίηση μιας εθνικής διαπραγμάτευσης για κομματικό όφελος από την πλευρά της κυβέρνησης και -ομολογουμένως ως αντίδραση- η υιοθέτηση μιας λίαν ακραίας ρητορικής από μεγάλο τμήμα της αντιπολίτευσης.
Καθώς η αξιωματική αντιπολίτευση θα κληθεί, οσονούπω, να κυβερνήσει τη χώρα και να υλοποιήσει τη συμφωνία με τρόπο που θα μεγιστοποιήσει τα οφέλη και θα ελαχιστοποιήσει το κόστος, τέτοιες λεκτικές υπερβολές, εύκολα αποφεύξιμες, ενδέχεται να εκθέσουν την αξιωματική αντιπολίτευση τόσο εντός, όσο και εκτός συνόρων. Τέτοια φαινόμενα πολιτικής οξύτητας, απουσίας διακομματικής συνεννόησης και ελλείμματος πολιτικού πολιτισμού και αστικής ευγένειας –και, βεβαίως, θα ήταν άδικο να μη σημειωθεί ότι υπάρχουν λαμπρές εξαιρέσεις, που όμως επιβεβαιώνουν τον κανόνα και ότι οι πολιτικές ευθύνες δεν καταμερίζονται ισομερώς– παρατηρούνται δυστυχώς και σε άλλες, πιο ανεπτυγμένες, δυτικές δημοκρατίες (π.χ. στις ΗΠΑ ή ακόμη και στη Μεγάλη Βρετανία, τη χώρα που προσωπικά θεωρούσα μέχρι πρότινος ως πατρίδα του δυτικού ορθολογισμού). Αυτό, όμως, ελάχιστη παρηγοριά προσφέρει όσον αφορά στη δική μας κατάντια.
Σε, ολοένα και σπανιότερες θα πρέπει να ομολογήσω, στιγμές αισιοδοξίας, ρομαντισμού και -υποπτεύομαι- πολιτικής αφέλειας, σκέπτομαι πως η Ελλάδα θα μπορούσε κάποια στιγμή να μετατραπεί σε μια στοιχειωδώς σοβαρή χώρα. Τον υπόλοιπο καιρό φοβάμαι ότι για το μέλλον της χώρας πιο κατάλληλη είναι η ρήση «μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι». Πηγή: Protagon.gr
Λίγη σημασία, όμως, έχει αυτό (όπως δεν έχει ιδιαίτερη σημασία για την παρακάτω συζήτηση το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας στη Βουλή για την επικύρωση της Συμφωνίας). Θα μπορούσα κάλλιστα να υποστηρίζω την αντίθετη άποψη. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, όμως, δεν θα μου περνούσε από το μυαλό να χαρακτηρίσω τους «άλλους» ως ακροδεξιούς ή εθνοπροδότες, αντίστοιχα.
Οσον αφορά στον πολιτικό κόσμο της χώρας, θα μπορούσε να εξηγήσει κανείς τη στάση συγκεκριμένων προσώπων υπέρ ή κατά της Συμφωνίας ως αποτέλεσμα της έλλειψης γνώσεων, της περιορισμένης κατανόησης της σοβαρότητας του ζητήματος ή, εντελώς κυνικά, ως μιας επιλογής με κομματικά ή ψηφοθηρικά κριτήρια.
Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν θα έπρεπε να τεθεί θέμα πατριωτισμού ή ακραίων
πολιτικών φρονημάτων. Μακεδονικές ιστορίες Πατήστε εδώ Είναι ιδιαίτερα καταθλιπτικό το ότι με λίγες εξαιρέσεις (π.χ. τη συζήτηση που οργάνωσε το Ποτάμι στις 21 Ιανουαρίου, το άρθρο των Αγγελου Συρίγου και Ευάνθη Χατζηβασιλείου στην Καθημερινή της 20ης Ιανουαρίου, που βασιζόταν στο εξαιρετικά επίκαιρο βιβλίο τους «Η Συμφωνία των Πρεσπών και το Μακεδονικό» ή και το άρθρο του Αρίστου Δοξιάδη στο Protagon, εδώ), η δημόσια συζήτηση κινήθηκε σε πολύ χαμηλά επίπεδα και η χώρα διχάστηκε για ακόμη φορά, μετά την περίοδο των «πατριωτών» και «γερμανοτσολιάδων» στα πρώτα χρόνια της μνημονιακής περιόδου.
Μόνο που αυτή τη φορά οι κρίνοντες βρέθηκαν στη θέση του κρινόμενου («payback is a bitch», θα έλεγαν επιχαίροντες οι Αγγλοσάξονες, μόνο που το τελικό αποτέλεσμα βλάπτει τη χώρα). Συχνά προσπαθώ να φανταστώ πώς μια σοβαρή χώρα θα ασκούσε εξωτερική πολιτική στο πλαίσιο της προσπάθειας διαχείρισης ή επίλυσης ενός σοβαρού εθνικού προβλήματος.
Ο πρωθυπουργός μιας τέτοιας χώρας θα καλούσε τον ηγέτη της αξιωματικής αντιπολίτευσης για μια άτυπη de profundis ενημέρωση και συζήτηση σχετικά με τις βασικές επιδιώξεις και τη διαπραγματευτική τακτική που οι αρμόδιοι κυβερνητικοί παράγοντες σκόπευαν να ακολουθήσουν. Θα ζητούσε τη γνώμη και τη στήριξή του, έτσι ώστε ιδανικά η χώρα να παρουσιαστεί με ένα αρραγές μέτωπο στην επικείμενη διαπραγμάτευση και, με μια αναμενόμενη δόση ωφελιμισμού, η κυβέρνηση να αντιμετωπίσει την ελάχιστη δυνατή κριτική στο εσωτερικό. Εννοείται πως είτε συμφωνούσε με τις θέσεις της κυβέρνησης, είτε όχι, ο ηγέτης της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα δεσμευόταν σχετικά με την εμπιστευτικότητα της συζήτησης.
Στη συνέχεια, θα ακολουθούσε η σχετική ενημέρωση των υπολοίπων κομμάτων στο Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής, όπου θα ξεκινούσε μια δομημένη διαδικασία ανταλλαγής απόψεων με στόχο είτε τη βελτίωση της συζητούμενης συμφωνίας, είτε την άσκηση γόνιμης και καλοπροαίρετης κριτικής με στόχο να πειστεί η κυβέρνηση ότι πρέπει να ανακρούσει πρύμναν.
Σε κάθε περίπτωση, θα υπήρχε διακομματική συνεργασία για την απομόνωση ακραίων φωνών και την αποτυχία προσπαθειών πατριδοκαπηλίας. Στο πλαίσιο της προσπάθειας συνεννόησης και βελτίωσης της εθνικής διαπραγματευτικής στρατηγικής και τακτικής, ο υπουργός των Εξωτερικών θα συναντάτο πολλάκις με επιλεγμένους προκατόχους του για ανταλλαγή απόψεων, ενώ στη διαπραγματευτική ομάδα θα αξιοποιούντο σε υποστηρικτικό ρόλο ειδικοί επιστήμονες και έμπειροι (πρώην) διπλωμάτες με βαθιά γνώση του έτερου μέρους στη διαπραγμάτευση. Επίσης, καθώς η εν λόγω διαπραγμάτευση έχει, πλέον της κυρίαρχης διπλωματικής, και άλλες σημαντικές διαστάσεις (οικονομία, ασφάλεια, εκπαίδευση, κλπ.) ιδανικά θα είχε λάβει χώρα και μια ενδελεχής δι-υπηρεσιακή ανάλυση, συζήτηση και επεξεργασία στο πλαίσιο ενός οργάνου με συντονιστικό, μεταξύ άλλων, ρόλο («Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας»).
Τέλος, η πνευματική ηγεσία της χώρας θα είχε φροντίσει, μέσω ενός δημόσιου διαλόγου που θα είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα, να ενημερώσει τους πολίτες με υπεύθυνο και νηφάλιο τρόπο για τις σημαντικότερες πτυχές του ζητήματος, εξηγώντας τα πιθανά οφέλη και τους κινδύνους μιας συμφωνίας. Σε αυτό το κομβικό σημείο, τα οφέλη για την κυβέρνηση και, κυρίως, για τη χώρα θα ήταν ήδη σημαντικά, καθώς θα υπήρχαν δύο πιθανές επιλογές-εξελίξεις:
(α) η χώρα θα παρουσίαζε ένα ενιαίο και αρραγές μέτωπο στη διαπραγμάτευση με θέσεις και επιδιώξεις που θα ήταν σαφώς βελτιωμένες, καθώς θα ήταν το αποτέλεσμα εντατικών διαβουλεύσεων όλων ή τουλάχιστον της πλειοψηφίας των κομμάτων του συνταγματικού τόξου
(β) η κυβέρνηση θα μπορούσε -κατά προτίμηση κατόπιν συνεννόησης- να αξιοποιήσει την αρνητική στάση της αντιπολίτευσης για να διαχειριστεί τυχόν εξωτερικές πιέσεις και να εξασφαλίσει κάποια πρόσθετα ανταλλάγματα στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης [όπως ο αστικός μύθος(;) που φέρει την τότε ελληνική κυβέρνηση να εκμεταλλεύεται το «Βυθίσατε το “Χόρα”» του Ανδρέα Παπανδρέου).
Αντιλαμβάνομαι ότι όλα αυτά δεν συνέβησαν γιατί υπάρχει σημαντικό έλλειμμα εμπιστοσύνης μεταξύ πολιτικών αρχηγών και κομμάτων, απουσία κουλτούρας συνεργασίας, ανησυχία για διαρροές με στόχο την αποτυχία της διαπραγμάτευσης, αρνητική πολιτική συγκυρία λόγω επικείμενων βουλευτικών αλλαγών και πιθανής αλλαγής στο πηδάλιο της χώρας, αλλά θεωρώ όλα αυτά δεν αποτελούν σοβαρές δικαιολογίες.
Αντί για μια τέτοια προσπάθεια οικοδόμησης πολιτικής συναίνεσης και βελτίωσης της διαπραγματευτικής θέσης της χώρας, παρατηρήθηκε η εργαλειοποίηση μιας εθνικής διαπραγμάτευσης για κομματικό όφελος από την πλευρά της κυβέρνησης και -ομολογουμένως ως αντίδραση- η υιοθέτηση μιας λίαν ακραίας ρητορικής από μεγάλο τμήμα της αντιπολίτευσης.
Καθώς η αξιωματική αντιπολίτευση θα κληθεί, οσονούπω, να κυβερνήσει τη χώρα και να υλοποιήσει τη συμφωνία με τρόπο που θα μεγιστοποιήσει τα οφέλη και θα ελαχιστοποιήσει το κόστος, τέτοιες λεκτικές υπερβολές, εύκολα αποφεύξιμες, ενδέχεται να εκθέσουν την αξιωματική αντιπολίτευση τόσο εντός, όσο και εκτός συνόρων. Τέτοια φαινόμενα πολιτικής οξύτητας, απουσίας διακομματικής συνεννόησης και ελλείμματος πολιτικού πολιτισμού και αστικής ευγένειας –και, βεβαίως, θα ήταν άδικο να μη σημειωθεί ότι υπάρχουν λαμπρές εξαιρέσεις, που όμως επιβεβαιώνουν τον κανόνα και ότι οι πολιτικές ευθύνες δεν καταμερίζονται ισομερώς– παρατηρούνται δυστυχώς και σε άλλες, πιο ανεπτυγμένες, δυτικές δημοκρατίες (π.χ. στις ΗΠΑ ή ακόμη και στη Μεγάλη Βρετανία, τη χώρα που προσωπικά θεωρούσα μέχρι πρότινος ως πατρίδα του δυτικού ορθολογισμού). Αυτό, όμως, ελάχιστη παρηγοριά προσφέρει όσον αφορά στη δική μας κατάντια.
Σε, ολοένα και σπανιότερες θα πρέπει να ομολογήσω, στιγμές αισιοδοξίας, ρομαντισμού και -υποπτεύομαι- πολιτικής αφέλειας, σκέπτομαι πως η Ελλάδα θα μπορούσε κάποια στιγμή να μετατραπεί σε μια στοιχειωδώς σοβαρή χώρα. Τον υπόλοιπο καιρό φοβάμαι ότι για το μέλλον της χώρας πιο κατάλληλη είναι η ρήση «μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι». Πηγή: Protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.