Τα αίτια της υπεραπαραγωγής πρωτογενούς πλεονάσματος, θα πρέπει να αναζητηθούν στις υπογραφές που έβαλε η ελληνική κυβέρνηση πριν από ακριβώς δύο χρόνια.
Ήταν Μάιος του 2016 όταν με το κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης η ελληνική διαπραγματευτική ομάδα έλεγε «ναι» στα φορολογικά μέτρα ύψους 1% του ΑΕΠ, «ναι» στις περικοπές των συντάξεων «ναι» και στην αύξηση των έμμεσων φόρων. Λίγους μόλις μήνες μετά την ολοκλήρωση της «υπερήφανης διαπραγμάτευσης» η εμπιστοσύνη των δανειστών προς την ελληνική πλευρά ήταν στα τάρταρα. Έτσι, όποιο μέτρο και αν συζητούσε η ελληνική πλευρά, οι δανειστές υποεκτιμούσαν την απόδοσή του βάζοντας κάθε φορά το «κάτι παραπάνω», έτσι απλά για να είναι σίγουροι.
Τα αποτελέσματα αυτού του «συμβιβασμού» που έκανε η κυβέρνηση και πλέον τα στελέχη της τον ομολογούν σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις, έγιναν άμεσα ορατά στην πραγματική οικονομία. Η υπερ-βεβαίωση φόρων έφερε εκτόξευση των οφειλών προς την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία, μείωση της αποταμίευσης, πάγωμα της ιδιωτικής κατανάλωσης και της πιστωτικής επέκτασης, αύξηση των κόκκινων δανείων και μείωση των καταθέσεων.
Για όποιον αναρωτιέται αν βγήκε και κάτι από αυτή την ιστορία, η απάντηση δόθηκε χθες: η Ελλάδα είναι επισήμως μια από τις ελάχιστες χώρες στον κόσμο που παράγει πλεονάσματα όχι μόνο σε πρωτογενές επίπεδο αλλά και σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης κάτι που σημαίνει ότι μπορεί να πληρώνει τις ετήσιες δαπάνες, τους τόκους εξυπηρέτησης του τεράστιου δημοσίου χρέους και να της μένει και κάτι για αποθεματικό ή για αποπληρωμή χρεολυσίων.
Το «επίτευγμα» βέβαια, δεν προσφέρεται για πανηγυρισμούς. Διότι αμέσως γεννάται το ερώτημα: ως πότε μπορούν να αντέξουν τα ελληνικά νοικοκυριά αυτή την κατάσταση; Προς το παρόν, η ελληνική κυβέρνηση δεν ανοίγει τέτοια συζήτηση καθώς έχει μπροστά της μια ακόμη διαπραγμάτευση για νέα μέτρα. Με την άφιξη των θεσμών στις 15 Μαίου, οι δανειστές και ειδικά το ΔΝΤ θα έρθουν στην Αθήνα για να υποστηρίξουν ότι ναι μεν εμφανίσαμε πλεόνασμα «μαμούθ» το 2017 αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα εφαρμοστεί και το 2019 και το 2020.
Οι ξένοι βάζουν θέματα σχετικά με το τι κομμάτι του υπερπλεονάσματος έχει μόνιμο χαρακτήρα και τι όχι. Διαγνώνουν ότι σημαντικό μέρος του πλεονάσματος μαμούθ (το οποίο έφτασε στο 5% το 2017 αν συνυπολογιστεί και το ποσό που διατέθηκε για το έκτακτο κοινωνικό μέρισμα) δεν είναι επαναλαμβανόμενο καθώς προέρχεται από μερίσματα της ΤτΕ (σ.σ το οποίο εισπράχθηκε βέβαια και φέτος), ρυθμίσεις της εφορίας κλπ.
Είναι τόσο υψηλό αυτό το τμήμα του πρωτογενούς πλεονάσματος που να θέτει σε κίνδυνο τον στόχο του 3,5% για το 2018 και για το 2019 όταν έχουν ήδη δρομολογηθεί μέτρα 1,9 δις. ευρώ (πάνω από 1% του ΑΕΠ) μέσα από την περικοπή των συντάξεων και όταν υπάρχει πρόβλεψη για υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης τόσο για φέτος όσο και για του χρόνου; Τις επόμενες ημέρες θα κριθεί αν θα έρθει νωρίτερα η μείωση του αφορολογήτου και αν θα συμφωνηθεί ότι υπάρχει ο δημοσιονομικός χώρος για να ενεργοποιηθούν τα «καλά πακέτα» του 2019 και του 2020.
Υποχώρηση από την πλευρά της κυβέρνησης στο να έρθει νωρίτερα το αφορολόγητο θα συνιστά επανάληψη του ίδιου λάθους που έγινε και προ διετίας. Το πρωτογενές πλεόνασμα μπορεί να «εκραγεί» όμως η πραγματική οικονομία θα πνιγεί από την έλλειψη ρευστότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.