Το θέμα «Ευρώπη» εξακολουθεί να διχάζει την ευρωπαϊκή Αριστερά. Αυτή την περίοδο το Εργατικό Κόμμα της Βρετανίας - το οποίο στις εκλογές του περασμένου Ιουνίου κατέγραψε απρόσμενη επιτυχία με την εντυπωσιακή αύξηση της εκλογικής του δύναμης - σπαράσσεται από συγκρουόμενες απόψεις γύρω από τη μελλοντική θέση της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ).
Η ηγετική ομάδα του κόμματος υπό τον Τζέρεμι Κόρμπιν έχει υιοθετήσει μια ιδιαίτερα ανελαστική στάση υπέρ του λεγόμενου «σκληρού Brexit» (hard Brexit) που σημαίνει έξοδο της χώρας τόσο από την εσωτερική αγορά όσο και από την τελωνειακή ένωση. Η θέση αυτή είναι σχεδόν ταυτόσημη με τα όσα ακραία υποστηρίζει η πρωθυπουργός Τ. Μέι και οι πλέον έξαλλοι Συντηρητικοί.
Αντίθετα, μια άλλη, περισσότερο ήπια μερίδα του κόμματος τάσσεται υπέρ του «ήπιου Brexit» (soft Brexit), ενώ ακόμη μια άλλη μειοψηφική ομάδα, ανάμεσά τους o δήμαρχος του Λονδίνου Σ. Καν και ο πρώην πρωθυπουργός Τ. Μπλερ τάσσεται υπέρ της ακύρωσης του Brexit μέσω ενός δεύτερου δημοψηφίσματος και παραμονής της χώρας στην ΕΕ.
Αλλά εκτός από το Βρετανικό Εργατικό Κόμμα και άλλες αριστερές/σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις αντιμετωπίζουν παρεμφερείς διαιρέσεις γύρω από το θέμα «Ευρώπη» και ευρωπαϊκή ενοποίηση. Το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα οδηγήθηκε στο περιθώριο της πολιτικής σκηνής μετά τις πρόσφατες εκλογές, κυρίως λόγω των πολλαπλών εσωτερικών του διαιρέσεων (και) γύρω από το θέμα «Ευρώπη».
Για να μην πούμε τίποτα βέβαια για την «Ανυπότακτη Γαλλία» του Μελανσόν που είναι βιτριολικά εναντίον της Ευρώπης. Στο Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) τα πράγματα είναι σαφώς καλύτερα με την παρουσία τού έντονα φιλοευρωπαϊστή Μ. Σουλτς στην ηγεσία του, αν και εκεί δεν λείπουν οι «ευρωπαϊκές αντιπαραθέσεις».
Στην Ελλάδα ο πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας διατείνεται (συνέντευξη στον «Guardian», 25 Ιουλίου) ότι η θέση της χώρας είναι αμετάκλητα στην Ευρώπη, αλλά το κατά πόσον ο ΣΥΡΙΖΑ αποδέχεται αυτή τη θέση παραμένει ένα τουλάχιστον αμφιλεγόμενο ζήτημα.
Γιατί όμως η Αριστερά συνεχίζει να έχει τόσο έντονο πρόβλημα με την Ευρώπη;
Βεβαίως η Ευρωπαϊκή Εωση (ως Ευρωπαϊκή Κοινότητα - ΕΟΚ αρχικά) υπήρξε δημιούργημα των συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων στη δεκαετία του 1950 και αναποφεύκτως εξέφραζε τις ιδεολογικές τους θέσεις (ελεύθερη διακίνηση αγαθών, κεφαλαίων κ.λπ.). Αλλά από τότε άλλαξαν πάρα πολλά. Εξήντα χρόνια μετά, η Ευρωπαϊκή Ενωση, στην καταστατική της θεσμική έκφραση τουλάχιστον, κάθε άλλο παρά ως (νεο)φιλελεύθερο, συντηρητικό μόρφωμα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί.
Το αντίθετο, η Συνθήκη της Λισαβόνας, η τελευταία Συνθήκη που ορίζει το πολιτικό περιεχόμενο και τη λειτουργία της Ενωσης, έχει περισσότερο σοσιαλδημοκρατικό περιεχόμενο (βλέπε και Π.Κ. Ιωακειμίδης, «Δύο Τοξικοί Μύθοι για την Ευρώπη», «Το Βήμα», 29 Απριλίου 2017).
Παρά ταύτα, ένα μεγάλο μέρος της Αριστεράς εξακολουθεί να προσλαμβάνει την Ενωση ως ένα «νεοφιλελεύθερο σύστημα» που... στραγγαλίζει τα κοινωνικά δικαιώματα! Είναι προφανές ότι συγχέει ή μάλλον αδυνατεί να διακρίνει τη συμπεριφορά της Ενωσης ως θεσμικό σύστημα από τη συμπεριφορά επιμέρους κυβερνήσεων ή χωρών-μελών (π.χ. Γερμανίας και άλλων) στην προώθηση ορισμένων πολιτικών (πολιτικές αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας, λιτότητας κ.λπ.).
Ετσι, ενώ η Ενωση έχει αλλάξει, τμήμα της Αριστεράς δεν μπορεί να αλλάξει - εξακολουθεί να βλέπει την Ενωση του 2017 ως εάν να ήταν η Κοινότητα του 1957! Από την άλλη μεριά είναι γεγονός ότι η Ενωση περιορίζει τον κρατισμό και αυτό δεν αρέσει στη βαθιά Αριστερά.
Μια άλλη αιτία αυτής της στάσης βρίσκεται στο γεγονός ότι η Αριστερά εξακολουθεί επίσης να σκέπτεται με βάση το «σύνδρομο του κυριαρχισμού» (sovereignism), της προσήλωσης δηλαδή σε ένα αναχρονιστικό δόγμα εθνικής κυριαρχίας.
Παρά το γεγονός ότι οι ιδεολογικές ρίζες της Αριστεράς βρίσκονται στον διεθνισμό, ωστόσο τείνει να θεωρεί οτιδήποτε ξεπερνά τα εθνικά σύνορα ως τοξική έκφραση της παγκοσμιοποίησης και επομένως να το αντιστρατεύεται. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τη Γαλλία και περιέργως για τη Βρετανία. Με τον τρόπο αυτόν όμως αδυνατεί να δει καθαρά τη σύγχρονη πραγματικότητα και τις προκλήσεις, και βεβαίως να επεξεργασθεί απαντήσεις και λύσεις.
Με βάση τα παραπάνω, η Αριστερά (ή τμήμα αυτής) του σήμερα θα μπορέσει να γίνει η σύγχρονη αποτελεσματική πολιτική δύναμη της προοπτικής εάν, μεταξύ άλλων, κάνει τρεις σημαντικές προσαρμογές/συμβιβασμούς:
Πρώτον, εάν συμβιβασθεί με την (κοινωνική) οικονομία της αγοράς. Οχι την αρρύθμιστη, αχαλιναγώγητη αγορά αλλά την αγορά που λειτουργεί με κανόνες (regulations) και με αναπόσπαστο στοιχείο την ισχυρή κοινωνική διάσταση και το κοινωνικό κράτος, αλλά μακριά από το κρατικίστικο πρότυπο του παρελθόντος
Δεύτερον, εάν συμβιβασθεί με τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης ως κατά βάση θετική διαδικασία παραγωγής πλούτου αλλά και πολιτικής σταθερότητας και τελικά δημοκρατίας. Και αντί να προσπαθεί να ανακόψει ή και να αντιστρέψει τη διαδικασία να επιχειρήσει τη (σοσιαλ)δημοκρατική, κανονιστική και θεσμική της εμπλαισίωση.
Τρίτον, εάν συμβιβασθεί πλήρως με τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης ως του κατ' εξοχήν αριστερού project της εποχής. Μόνο το υπερεθνικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης μπορεί να επιτρέψει στην Αριστερά να αντιμετωπίσει τις σύγχρονες προκλήσεις και τα προβλήματα, από τις νέες ανισότητες μέχρι την κλιματική αλλαγή, που σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν στο πλαίσιο του εθνικού κράτους.
Ο «κυριαρχισμός» που τείνει να θεοποιήσει τον ρόλο το εθνικού κράτους είναι μια εντελώς αδιέξοδη προσέγγιση.
(Για την Ελλάδα είναι σημαντικό ότι η Δημοκρατική Συμπαράταξη/ΔΗΣΥ, ως η κεντροαριστερή δύναμη της χώρας, εμφανίζεται να έχει κάνει με δυναμικό τρόπο τις τρεις αυτές προσαρμογές.)
**Ο κ. Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.