Θα ήταν παράλογη η αξίωση ν’ ανέμενε κανείς από τον ΣΥΡΙΖΑ να έχει έτοιμη τη λύση των πολλών και σοβαρών προβλημάτων που ταλανίζουν τη χώρα και να είναι σε θέση να την προωθήσει από την επομένη της ανάληψης της διακυβέρνησης της χώρας. Ωστόσο, από ένα κόμμα το οποίο πιεστικά ζητούσε την προσφυγή στις κάλπες από το Σεπτέμβριο του 2012 (μόλις δύο μήνες μετά τη διενέργεια των προηγούμενων εκλογών) και τελικά τις επέβαλε αξιοποιώντας το «παραθυράκι» της μη εκλογής Προέδρου Δημοκρατίας, θα περίμενε να είναι πληρέστερα προετοιμασμένο για την άσκηση της εξουσίας.
Κυρίως σε ό,τι έχει να κάνει με τη σχέση της χώρας με τους εταίρους και δανειστές μας, που ούτως ή άλλως ήταν το θέμα από το χειρισμό του οποίου θα κρίνονταν οι προοπτικές της «πρώτης αριστερής κυβέρνησης». Γνώριζαν καλά ο Τσίπρας και οι συνεργάτες του τι θ’ αντιμετώπιζαν. Και όφειλαν να είναι προετοιμασμένοι ώστε μόλις έφτανε η στιγμή της σύγκρουσης να είναι πανέτοιμοι.
Σε τρεις τομείς έχει εστιάσει ο ΣΥΡΙΖΑ τη μεταρρυθμιστική πολιτική του: στη φορολογία, στη διαφθορά και στη δημόσια διοίκηση. Το λιγότερο που όφειλε να κάνει στην πρώτη του επαφή με τους εταίρους ήταν να τους παραδώσει ισάριθμες μελέτες με πλήρη ανάλυση των προβλημάτων και του τρόπου αντιμετώπισης τους, τις τομές που θα επέφερε, την αναδιάταξη και την ενίσχυση του προσωπικού, τα προβλεπόμενα από την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων δημοσιονομικά οφέλη και γενικά καθετί που δεν θ’ άφηνε την παραμικρή αμφιβολία για τη σοβαρότητα με την οποία η νέα κυβέρνηση σχεδιάζει να ενεργήσει.
Δυστυχώς κάτι τέτοιο δεν έγινε. Η κυβέρνηση έκρινε ότι αρκούσε να γνωστοποιήσει τους χώρους στους οποίους σκοπεύει να παρέμβει και οι προτάσεις της θα γίνονταν δεκτές. Αλλά οι εκτιμήσεις της αποδείχθηκαν υπερβολικά αισιόδοξες. Και ήδη χάθηκαν δύο μήνες και μαζί τους χάθηκε και η εμπιστοσύνη των ξένων στη νέα ελληνική κυβέρνηση. Που, είτε μας αρέσει είτε όχι, δεν επανακτάται εύκολα, αν δεν είμαστε πραγματικά διατεθειμένοι να την κερδίσουμε με τον τρόπο που ξέρουν και εργάζονται στην Ευρώπη.
Κυρίως σε ό,τι έχει να κάνει με τη σχέση της χώρας με τους εταίρους και δανειστές μας, που ούτως ή άλλως ήταν το θέμα από το χειρισμό του οποίου θα κρίνονταν οι προοπτικές της «πρώτης αριστερής κυβέρνησης». Γνώριζαν καλά ο Τσίπρας και οι συνεργάτες του τι θ’ αντιμετώπιζαν. Και όφειλαν να είναι προετοιμασμένοι ώστε μόλις έφτανε η στιγμή της σύγκρουσης να είναι πανέτοιμοι.
Σε τρεις τομείς έχει εστιάσει ο ΣΥΡΙΖΑ τη μεταρρυθμιστική πολιτική του: στη φορολογία, στη διαφθορά και στη δημόσια διοίκηση. Το λιγότερο που όφειλε να κάνει στην πρώτη του επαφή με τους εταίρους ήταν να τους παραδώσει ισάριθμες μελέτες με πλήρη ανάλυση των προβλημάτων και του τρόπου αντιμετώπισης τους, τις τομές που θα επέφερε, την αναδιάταξη και την ενίσχυση του προσωπικού, τα προβλεπόμενα από την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων δημοσιονομικά οφέλη και γενικά καθετί που δεν θ’ άφηνε την παραμικρή αμφιβολία για τη σοβαρότητα με την οποία η νέα κυβέρνηση σχεδιάζει να ενεργήσει.
Δυστυχώς κάτι τέτοιο δεν έγινε. Η κυβέρνηση έκρινε ότι αρκούσε να γνωστοποιήσει τους χώρους στους οποίους σκοπεύει να παρέμβει και οι προτάσεις της θα γίνονταν δεκτές. Αλλά οι εκτιμήσεις της αποδείχθηκαν υπερβολικά αισιόδοξες. Και ήδη χάθηκαν δύο μήνες και μαζί τους χάθηκε και η εμπιστοσύνη των ξένων στη νέα ελληνική κυβέρνηση. Που, είτε μας αρέσει είτε όχι, δεν επανακτάται εύκολα, αν δεν είμαστε πραγματικά διατεθειμένοι να την κερδίσουμε με τον τρόπο που ξέρουν και εργάζονται στην Ευρώπη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.