Δευτέρα 18 Μαρτίου 2019

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ.

Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο
18 ΜΑΡΤΙΟΥ 1936.
Ώρα 08.05 της 18ης Μαρτίου 1936 έσβησε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, μια από τις μεγαλύτερες μορφές της ιστορίας του Ελληνικού Έθνους. Έσβησε μακριά από την Ελλάδα, μακρυά από την Κρήτη, μακριά από τους Έλληνες, που τόσο πολύ αγάπησε και αγαπήθηκε. Μια έντονη προσωπικότητα με πάρα πολλά θετικά στοιχεία και τα λίγα λάθη, που κάνουν όσοι είναι ενεργοί πολίτες. Πολλές φορές έγιναν δολοφονικές απόπειρες κατά της ζωής του. Στο κείμενο, που ακολουθεί, περιγράφεται η τελευταία απ΄αυτές:
6η ΙΟΥΝΙΟΥ 1933. ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ.
ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΑΠΟΠΕΙΡΑΣ-ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ.
Το βράδυ της 6ης Ιουνίου 1933 και περί ώραν 23.00 ο Ε. Βενιζέλος κατά την επιστροφή του από την οικία στην Κηφισιά του ζεύγους Δέλτα, μετά από παρατεθέν δείπνο, στην Αθήνα δέχθηκε απόπειρα κατά της ζωής του. Συγκεκριμένα το αυτοκίνητο του Βενιζέλου, στο οποίο επέβαιναν ο ίδιος, η σύζυγός του Έλενα, ο οδηγός Ι. Νικολάου και ο συνοδηγός υπομοίραρχος Κουφογιαννάκης, και το αυτοκίνητο της ασφάλειάς του, στο οποίο επέβαιναν ο οδηγός Φιλ. Μιχαλόπουλος και οι Α. Γυπαράκης, Α. Λεμπιδάκης και Ι. Μαρκάκης, όταν έφθασαν στο Μαρούσι, δέχθηκαν πυρά από άνδρες, που επέβαιναν σε άγνωστο αυτοκίνητο. Από τους πυροβολισμούς κατά την καταδίωξη τραυματίσθηκε ελαφρά η σύζυγος του Βενιζέλου, πιο σοβαρά ο οδηγός του αυτοκινήτου του και από το αυτοκίνητο της ασφάλειας ο Μαρκάκης
σοβαρότατα, που αργότερα υπεκυψε στα τραύματά του στο Νοσοκομείο <<Ευαγγελισμός>>, όπου είχαν διακομισθεί οι τραυματίες.
Η εικόνα ίσως περιέχει: ένα ή περισσότερα άτομα
Τη δραματικότητα της σκηνής της απόπειρας, που δεν κράτησε ούτε δέκα λεπτά της ώρας, δίνει με το ξηρό ύφος των δημοσίων εγγράφων η έκθεση αυτοψίας: <<...επεδόθησαν επί ώραν οι δικαστικοί και αστυνομικοί εις την περισυλλογήν των σφαιρών, σωρηδόν κυριολεκτικώς διεσπαρμένων κατά μήκος του 5ου-9ου χιλιομέτρων της λεωφόρου Κηφισίας. Περισυνελέγησαν προχείρως πενήντα κάλυκες διαφόρων τύπων...Μερικαί ήσαν χαραγμέναι, αι λεγόμεναι ντουμ-ντουμ. Άλλαι ήσαν, ως ήτο προφανές, εξ όπλων παλαιού τύπου μάλινχερ και τέλος πολλαί από πολυβόλον...>>
Ο καθηγητής της Ιατροδικαστικής Ι. Γεωργιάδης έδωσε πλήρη εικόνα των τραυματιών: <<Η Έλενα Βενιζέλου έφερε τρία τραύματα εις τον γλουτόν και διάφορα άλλα όχι σοβαρά. Η βολίς που εξήχθη εκ του τραύματός της ήτο από μάνλιχερ...Επί του Μαρκάκη ευρέθησαν δύο ή τρεις βολίδες, που ομοίαζαν με σφαιρίδια ψήφων, δεν ήσαν δηλαδή βολίδες πιστολίου ή άλλου όπλου. Ο Νικολάου έφερε πέντε τραύματα εις την αριστεράν χείρα, άνευ καταγμάτων>>.
Η εικόνα ίσως περιέχει: ένα ή περισσότερα άτομα, κείμενο και υπαίθριες δραστηριότητες
Η είδηση της δολοφονικής απόπειρας κατά του Βενιζέλου έγινε αμέσως γνωστή και προκάλεσε προβληματισμό και ανησυχία στην πολιτική ζωή της χώρας, που ακόμα δεν είχε ηρεμήσει από τα αποτελέσματα του κινήματος της 6ης του περασμένου Μαρτίου. Ο Πρωθυπουργός Π. Τσαλδάρης δήλωσε: <<Επρόκειτο περί βδελυράς αποπείρας, η οποία κινεί τον αποτροπιασμόν και την αγανάκτησίν μου και η οποία ευτυχώς απέτυχεν>>. Υποσχέθηκε δε την ανεύρεση και τη σύλληψη των δραστών, προκειμένου να αποκαλυφθεί το άτιμο και βδελυρό σχέδιό των, που θα εξυπηρετείτο μ΄αυτήν την άτιμη πράξη των.
Το ζήτημα που ετίθετο την επομένη της απόπειρας ενώπιον της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης ήταν ένα: Ποίοι ήταν οι ηθικοί αυτουργοί του εγκλήματος, που δεν ήταν ένα συνηθισμένο αδίκημα, αλλά μία πολιτική υπόθεση. Η προσπάθεια της αντιπολίτευσης απέβλεπε στην αποκάλυψη των ηθικών αυτουργών και τον προσπορισμό απ΄αυτήν πολιτικών κερδών. Αντίθετα η προσπάθεια της κυβέρνησης απέβλεπε στην κάλυψη των ηθικών αυτουργών, εφόσον προέρχονταν από τους κόλπους της, και να μετριάσει την ηθική και πολιτική ζημιά, που είχε υποστεί από την απόπειρα. Μάλιστα ο Βενιζέλος από την πρώτη στιγμή συνέλαβε το πρόβλημα της πολιτικής αξιοποίησης της εναντίον του απόπειρας, την στιγμή που εκκρεμούσε η πρόταση σύστασης ανακριτικής επιτροπής σε βάρος του για τη συμμετοχή του στο κίνημα της 6ης Μαρτίου 1933. Στον πρωτοδίκη ανακριτή Τζωρτζάκη ο Βενιζέλος κατέθεσε ότι τα ελατήρια του εγκλήματος ήταν πολιτικά και επέρριψε πολιτικές ευθύνες στην κυβέρνηση, ακόμα και ακαθόριστες ποινικές ευθύνες στον Ι. Μεταξά, που συμμετείχε με βουλευτή του στην κυβέρνηση. Επίσης είχε καταφερθεί και κατά των εφημερίδων, που υποστήριζαν την κυβέρνηση, οι οποίες κατ΄επανάληψη είχαν δημοσιεύσει άρθρα κατά της ζωής του.
ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ.
Ο ανακριτής σε ελάχιστο χρόνο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι έπρεπε να διαταχθεί η σύλληψη του Διοικητού της Γενικής Ασφαλείας Ι. Πολυχρονοπούλου, του αδελφού του Νικ. Πολυχρονοπούλου, εμπόρου, των αστυνόμων Β΄ Ι. Μαρκάκου και Ι. Τζαμαλούκα και του αμνηστευθέντος λήσταρχου Καραθανάση. Ο ανακριτής επειδή δεν ήθελε να αναλάβει την ευθύνη μιας ενέργειας, η οποία θα δημιουργούσε πολιτικό σάλο, μαζί με τον εποπτεύοντα της ανάκρισης εισαγγελέα των Εφετών Ρηγανάκο επισκέφθησαν τον πρωθυπουργό Τσαλδάρη και του έθεσαν υπόψη τα μέχρι τότε συγκεντρωθέντα στοιχεία, που αποτελούσαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του Διοικητού της Γενικής Ασφάλειας. Ο Τσαλδάρης έκρινε ότι τα στοιχεία ήταν επαρκή και δικαιολογούσαν τη σύλληψη του Ι. Πολυχρονοπούλου και έδωσε πλήρη ελευθερία δράσης στον ανακριτή. Την 8η Ιουνίου και επόμενη ημέρα συνελήφθησαν οι όλοι οι παραπάνω ύποπτοι, πλην του Καραθανάση, που κρυβόταν. Η σύλληψη του Πολυχρονοπούλου αποτέλεσε σοβαρό πλήγμα για την κυβέρνηση, ανεξαρτήτως αν τελικά θα θεμελιωνόταν κατά τρόπο επιτρέποντα καταδικαστική κρίση η ενοχή του, το γεγονός ότι θεωρείτο ύποπτος ηθικής αυτουργίας για τη δολοφονική απόπειρα κατά του Βενιζέλου. Η ηθική μάλιστα ευθύνη της κυβέρνησης ήταν μεγάλη, γιατί ο Πολυχρονόπουλος είχε τοποθετηθεί στη Γενική Ασφάλεια με προσωπική διαταγή του πρωθυπουργού, παρά την αντίθετη γνώμη των προϊσταμένων του.
Παρά τα εμπόδια, στα οποία προσέκρουε από τις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης και την ουσιαστική άρνηση βοήθειας από τις Αστυνομικές Αρχές, η ανάκριση κατόρθωνε να σημειώνει προόδους. Το τέλος του Δεκεμβρίου 1933 ο ανακριτής ζήτησε την άρση της ασυλίας του Λαϊκού βουλευτού Οιτύλου Π. Μαυρομιχάλη, εναντίον του οποίου είχαν προκύψει στοιχεία, τα οποία τον εμφάνιζαν ως ηθικό αυτουργό της απόπειρας. Εξαιτίας της παρατηρούμενης καθυστέρησης και του αιτήματος αυτού ο υπουργός της Δικαιοσύνης προέβηκε στην αντικατάσταση του ανακριτού Τζωρτζάκη για την αποτελμάτωση της υπόθεσης της αποπείρας. Τελικά η έρευνα της υπόθεσης ανατέθηκε στον εφέτη Καλέλη, ο οποίος αμέσως απέστειλε έγγραφο προς τη Βουλή, με το οποίο ζητησε την άρση της ασυλίας του βουλευτού Ι. Ράλλη. Η Βουλή στο τέλος Ιανουαρίου 1934 αποφάνθηκε υπέρ της άρσης της ασυλίας των Μαυρομιχάλη και Ράλλη. Αποδείξεις για την ενοχή τους δεν συγκέντρωσεν ο εφέτης. Ούτε ενδείξεις που να δικαιολογούν την παραπομπή τους σε δίκη και η υπόθεση των τέθηκε στο αρχείο.
Η ΔΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΠΕΙΡΑ.
Το Συμβούλιο των Πλημμελειοδικών με το υπ΄αριθμόν 3784/1934 βούλευμα του παρέπεμψε σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου για φόνο, απόπειρα φόνου και οπλοχρησία με σύσταση τους Ι. Πολυχρονόπουλο και Αργ. Δικαίον ως ηθικούς αυτουργούς, τους Νικ. Πολυχρονόπουλο, Παντελή Φρυτζαλά, Κωνστ. Σουλιώτη, Λάμπρο Φασουλάν και Γ. Καραθανάσην, ως φυσικούς αυτουργούς και τους Ι. Τζαμαλούκαν, Ι. Μαρκάκον, Ι. Κουρεμπανάν, Μιλ. Μποσίνην, Διον, Διονυσιάδην, Δημ. Σπυρέαν, Ευστ. Παπανδρέου, Βασ. Πετρόπουλον, Κ. Χατζηϊωάννου, Βασ. Μπαζιώτην και υπομοίραρχον Κολλάτον, ως συνεργούς. Το βούλευμα παραδεχόταν ότι υπήρξε κάποιος χρηματοδότης της απόπειρας, αλλά χωρίς να καταγράφονται τα στοιχεία αυτού. Μετά από ανακοπή του βουλεύματος το Συμβούλιο των Εφετών Αθηνών δέχθηκε μόνο αυτήν του Κολλάτου, τον οποίο και απάλλαξε.
Μετά την επικύρωση του βουλεύματος ο εισαγγελέας Εφετών προσδιόρισε τη δίκη για την 24η Νοεμβρίου 1934 ενώπιον του Κακουργιοδικείου Πειραιώς. Μετά από ενστάσεις κατηγορουμένων προσδιορίσθηκε για την 22α Δεκεμβρίου 1934. Επειδή προέκυψαν νέα προβλήματα από εξαιρέσεις δικαστών και ενόρκων, η δίκη προσδιορίσθηκε για τρίτη φορά την 22α Φεβρουαρίου 1935 στο Κακουργιοδικείο Αθηνών.
Η δίκη διήρκησε μέχρι την 29η Μαρτίου 1935, οπότε εκδόθηκε η απόφαση. Από την επομένη της 1ης Μαρτίου, με την εκδήλωση του κινήματος των βενιζελικών, η δίκη έπαυσε να διεξάγεται κανονικά. Καταθέσεις μαρτύρων ανατράπηκαν, συνήγοροι πολιτικής αγωγής συνελήφθησαν ή κρύβονταν, ενώ άρχισε και επηρεασμός των ενόρκων. Ο εισαγγελέας Γαρέζος προσπάθησε να επιτύχει την καταδίκη των κυριότερων από τους κατηγορούμενους. Ζήτησε να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι κατά το κατηγορητήριο με πολύ μικρές αποκλίσεις. Οι ένορκοι όμως δεν ήταν διατιθεμένοι να εκτεθούν στη μήνη της αντιβενιζελικής παράταξης και εξέδωσαν παμψηφεί απαλλακτική απόφαση, όταν άλλωστε το κλίμα κατά του Βενιζέλου και των οπαδών του ήταν πολύ δυσάρεστο μετά το κίνημα της 1ης Μαρτίου. Το έγκλημα της 6ης Ιουνίου 1933 κατά της ζωής του Ε. Βενιζέλου δεν διαλευκάνθηκε από αστυνομικής, ανακριτικής και δικαστικής πλευράς. Και αυτό επέτρεψε να αιωρείται μια κατηγορία σε βάρος της αντιβενιζελικής παράταξης, γεγονός που χρειαζόταν για το βενιζελισμό.
ΠΗΓΗ: Η Ελλάς μεταξύ δύο Πολέμων, 1923-1940, του Γρηγορίου Δαφνή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Αρχειοθήκη ιστολογίου